Λαογραφία - ζωή στο χωριό – τοπική οικονομία





                                                            
                    Η ζωή στο χωριό τα παλιά χρόνια ήταν δύσκολη. Οι κάτοικοι, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο βέβαια, ήταν φτωχοί αγρότες που έβγαζαν με κόπο το ψωμί για να ζή­σουν οι οικογένειες τους. Παρόλα αυτά υπήρχαν πολλές πολύτεκνες οικογέ­νειες (και γιατί η παιδική θνησιμότητα τότε ήταν πολύ μεγάλη), όπως του Αναστασογιάννη με 13 μέλη, του Ψα­ρομανώλη με 12 κ.α..

Όλες οι περιοχές γύρω από το χωριό τότε σπέρνονταν με σιτάρι, κρι­θάρι, σίκαλη, όσπρια και ταή – βρώμη για ζωοτροφές (Σκαφιδάκια, Τρούλα, Πλακωτά, Παώνη, Πάρδο, Τσιλάρες, Ανεμόμυλος, Λιβάδι, Πετρόκουρτα, Γναφέ Λάκκος, Καλογεράκι κ.α.). Η παραγωγή ήταν πολλές φορές μηδα­μινή (επειδή δεν υπήρχαν και λιπά­σματα), εξαρτημένη από τις καιρικές συνθήκες και η κούραση μεγάλη. Πα­ράγονταν περίπου 15 με 20 τόνοι δη­μητριακών. Η σπορά που γινόταν με το «ζευγάρι» (δύο ζώα ζεμένα μαζί, πολ­λές φορές με συμφωνία δύο «συζευτά­δων») και τη σκαλίδα (στις 21 Νοεμ­βρίου γιόρταζε η Παναγία η Μεσοσπο­ρίτισσα, δηλαδή είχαν σπαρθεί τα μισά χωράφια), ο θερισμός και η μεταφορά στο χωριό που πολλές φορές απείχε πολύ (με γαϊδουράκια ή μουλάρια) ήταν ιδιαίτερα επίπονες εργασίες. Τον Ιούνιο και Ιουλίου γινόταν το αλώνι­σμα στα αλώνια, που σώζονται έως σήμερα. Κρατούσε δύο μέρες και οι άνθρωποι κοιμόντουσαν στο αλώνι.

Τον Αύγουστο μάζευαν τα μούρνα από τις μαύρες μουριές και με απόσταξη παρασκευαζόταν η μουρνι­διά, ένα πάρα πολύ δυνατό αλλά αγνό ποτό. Τότε γίνονταν και τα αμύγδαλα (Πλακάκια, Κουφάλες, Σκαφιδάκια), σημαντικά στην οικονομία του χωριού παλιότερα με ετήσια παραγωγή 25 τό­νους περίπου. Οι αμυγδαλιές ραβδίζο­νταν, ο καρπός μαζεύονταν, ξεφυλλί­ζονταν, ξεραίνονταν και μετά οι γυναί­κες στις αποσπερίδες τα τσάκιζαν («τσακιστοφύλι») για να μαζευτεί η ψίχα.

Παράλληλα κάθε σπίτι είχε και τους κήπους του, σε ποτιστικά χωρά­φια συνήθως μέσα ή κοντά στο χωριό. Καλλιεργούσαν κυρίως πατάτες (ετή­σια παραγωγή 8 – 10 τόνοι), φασόλια, κολοκύθια, ντομάτες, αγγούρια και άλλα κηπευτικά, μέχρι και καλαμπόκια αργότερα. Επίσης στο χωριό υπάρχουν και πολλά παραγωγικά δέντρα, καρυ­διές, συκιές, κορομηλιές, αχλαδιές (απιδιές) κ.α.

Το Σεπτέμβρη ήταν η εποχή του τρύγου, από τις πιο όμορφες στη ζωή του χωριού. Καθαρίζονταν τα βα­ρέλια, μαζεύονταν και πατιόντουσαν τα σταφύλια στα πατητήρια και παρά­γονταν το «πετουμέζι», η μουσταλευ­ριά και κυρίως το κρασί και η τσικου­διά. Τα «στράφυλα», το υπόλοιπο δη­λαδή του σταφυλιού μετά το πάτημα στο πατητήρι, έμπαινε στα «ρακολάβε­τζα», τα καζάνια δηλαδή που αποστά­ζονταν η ρακή.

Το βασικότερο προϊόν όμως του Αργαστηρίου, όπως και του Σελί­νου, ήταν και είναι το λάδι. Η ετήσια παραγωγή κυμαίνεται σε 25 – 30 τό­νους, ανά δύο χρόνια όμως, και αν το χιόνι δεν έσπαγε ή έκαιγε τα ελαιόδε­ντρα. Τότε δεν υπήρχαν δίκτυα και η συλλογή του ελαιοκάρπου ήταν ιδιαί­τερα επίπονη εργασία. Παράλληλα, πολλές γυναίκες και κοπέλες του χω­ριού, δούλευαν σε άλλα χωριά του Σε­λίνου σαν μαζώχτρες παίρνοντας για αμοιβή λάδι, για να βοηθήσουν τις οι­κογένειες τους.

Το λάδι του χωριού έβγαινε στη «φάμπρικα», μια πρώτη μορφή ελαιουργείου. Τα «μυλάρια» κινούσαν τις μυλόπετρες με μουλάρια που γύρι­ζαν γύρω – γύρω. Η ζύμη που έβγαινε έμπαινε σε «ντορμπάδες» (πλεκτά, τρί­χινα μεγάλα φάκελα) που τα τοποθε­τούσαν στο πιεστήριο, όπου πιέζονταν με το «αδράχτι» που γύριζαν εργάτες, οι «αλιτριβιδιάριδες» και μέλη της οι­κογενείας που έβγαζε το λάδι της. Το λάδι πήγαινε στο «βρασκί», ένα πιθάρι θαμμένο στη γη κι από εκεί με ασκιά στα πιθάρια των σπιτιών. Η κατεργα­σία αυτή άφηνε πολύ υπόλοιπο και τα χρόνια εκείνα η πυρήνα δεν επεξεργα­ζόταν παραπάνω αλλά αποτελούσε καύσιμη ύλη στα τζάκια τον χειμώνα. Η φάμπρικα άνηκε σε όλο το χωριό και λειτουργούσε έως το 1955 – 56. Τα ερείπια της υπήρχαν ως το 1997, οπότε η διάνοιξη της πλατείας με την ασφαλ­τόστρωση του δρόμου την κατέστρε­ψαν τελείως. Υπήρχε και άλλη φά­μπρικα στο Αργαστήρι, μεταξύ 1945 –1963 του Γ. Ε. Μαλανδράκη, η θέση της οποίας φαίνεται ακόμα.

Η κτηνοτροφία στο Αργαστήρι ήταν οικόσιτη με πρόβατα και κατσί­κες τα οποία έβοσκαν στις πλαγιές με την επίβλεψη των βοσκών. Πλήθος μικρών πετρόκτιστων καλυβιών υπάρ­χουν στις γύρω πλαγιές, τα «σπιτάκια», που έκτιζαν οι βοσκοί για να προφυ­λάσσονται από τις ξαφνικές μπόρες. Σχεδόν κάθε σπίτι είχε και την αγε­λάδα, το γαϊδούρι ή το μουλάρι και το χοίρο του, που έσφαζαν τα Χριστού­γεννα.

Σήμερα η οικονομία του χω­ριού βασίζεται στο λάδι. Έχουν φυτευ­τεί αρκετά νέα ελαιόδεντρα και το χει­μώνα έρχονται και από τα Χανιά για να μαζέψουν το λάδι τους. Κανένα χω­ράφι πια δεν καλλιεργείτε, εκτός από λιγοστούς κήπους που παράγουν τα αναγκαία κηπευτικά για τους λιγο­στούς κατοίκους. Στην κτηνοτροφία σήμερα υπάρχουν μόνο λίγα πρόβατα και κατσίκες που βόσκουν μέσα σε περιφραγμένα χωράφια (φράκτες). Οι πλαγιές του χωριού πάνω από αυτό είναι πια βοσκότοπος ξένων.

Οι χειμώνες στο Αργαστήρι τα χρόνια εκείνα ήταν δριμύς. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα για μέρες και οι άν­θρωποι κλείνονταν μέρες στα σπίτια τους, έχοντας κάνει προμήθειες σε ξύλα, τρόφιμα και ζωοτροφές. Τα Χρι­στούγεννα έσφαζαν τους χοίρους τους και τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα παίρ­νοντας «καλοχαιρίδια», αμύγδαλα, κα­ρύδια, κάστανα, ένα αυγό ή λίγο λάδι σε ένα μπετονάκι που κρατούσαν. Τις Απόκριες ντυνόντουσαν μασκαράδες ενώ το Πάσχα ετοίμαζαν τον αφανό και τον Ιούδα που έκαιγαν την νύχτα της Ανάστασης στον Αϊ – Γιώργη.

Την άνοιξη και το καλοκαίρι, τα παιδιά μαζεύονταν στη Βρύση, στη καρυδιά στα Μαλανδριανά ή εκεί που έβοσκαν τα πρόβατα τους και έπαιζαν, έφτιαχναν πλάκες – παγίδες για τα πουλιά ή έκαναν μπάνιο γυμνά στις Κουφάλες. Οι μεγάλοι μαζευόταν στα σπίτια και στα καφενεία για να απο­σπερίσουν και να συζητήσουν τα βά­σανα και τις χαρές τους. Υπήρχαν δυο – τρία καφενεία στο χωριό, τα «μαγα­ζιά» όπου μαζεύονταν οι άντρες συζη­τώντας και παίζοντας τάβλι ή πρέφα, ιδίως τις Κυριακές μετά την λειτουργία στον Αϊ - Γιώργη. Ήταν τα καφενεία του Αναστασογιάννη, του Ψαρογιάννη και του Μελογιώργη. Αργότερα έμει­ναν μόνο το πρώτο με καφετζή τον Γιώργη Αναστασάκη και του Φραγκιού Μαλανδράκη, ενώ σήμερα λειτουργεί από τον Αντώνη Αναστασάκη μόνο το πρώτο.

Σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του χωριού ήταν και οι τεχνίτες, αφού τα χρόνια εκείνα η μετακίνηση των ανθρώπων και των αγαθών ήταν δύ­σκολη υπόθεση. Υπήρχαν λοιπόν πολ­λοί κτίστες για τα σπίτια και τις πεζού­λες. Οι τοίχοι των σπιτιών ήταν πέτρι­νοι ενώ τα πατώματα («μισιές») και οι σκεπές φτιάχνονταν από ξύλα, πλάκες και πατημένο χώμα. Τα ξύλα αυτά, τα «μισοδόκια», έως το 1960 που ήρθε ο δρόμος, τα έφερναν από τη Μαδάρα, τις δυτικές πλαγιές των Λευκών Ορέων, απέναντι από την Αγία Ειρήνη. Πήγαιναν αρχικά δυο – τρεις και έκο­βαν τα δέντρα, τα καθάριζαν και τα πέταγαν από τον γκρεμό στο Αγερει­νιώτικο φαράγγι. Μετά τα σήκωναν στη πλάτη τέσσερις ως είκοσι άνθρω­ποι και τα έφερναν με πολύ κόπο στο Αργαστήρι. Απαιτούνταν μεγάλα έξοδα και σφάζονταν αρνιά για αυτή τη δουλειά. Άλλος τεχνίτης ήταν ο ντερ­μιτζής, ο σιδεράς δηλαδή, που έφτιαχνε σκαλίδες, τσεκούρια, γινιά (υνιά) για τα αλέτρια και άλλα εργαλεία (τελευ­ταίος ο Εμμ. Μελάκης) και ήταν και ο πεταλωτής για τα ζώα. Ο τζαγκάρης ήταν ο υποδηματοποιός που έφτιαχνε τα παπούτσια ή στιβάνια (τελευταίος ο Γιώργης Αναστασάκης) και ο τερεζής ο ράφτης που έραβε σαλβάρια και βράκες (Δ. Αναστασάκης). Οι μαρα­γκοί και καρεκλοποιοί έφτιαχναν πλε­κτές καρέκλες με ξύλα από το χωριό (Εμμανουήλ Αναστασάκης και Χρή­στος Καστρινάκης). Ο Ανδρέας Μα­λανδράκης και ο Ν. Μελάκης παρήγαν μετάξι από κουκούλια που είχαν σε μουριές στο Βρυσί, στα Σκουλουδιανά και στη Βρύση. Ο Γιάννης Μελάκης («Κουφός») έφτιαχνε από πλάκες πυ­ρομάχια και καλιτσουνόπιτες τις οποίες μετέφερε στα γύρω χωριά στον ώμο του.

Ανεκτίμητες υπηρεσίες στους ανθρώπους (κυρίως σε ορθοπεδικά περιστατικά - κατάγματα / εξαρθήματα) αλλά και στα ζώα τους, προσέφεραν οι πρακτικοί γιατροί, ο Εμμανουήλ Κων. Μαλαντράκης (Χατζής) και αργότερα ο Γιώργης Εμμ. Αναστασά­κης. Κανονικός γιατρός ήταν δύσκολο να έρθει αν και υπήρχε στον Καμπανό, ο Παπατζανής και στην Κάντανο. Υπήρχε και πρακτική μαία (μαμή) στο χωριό, η Χειλαδάκη Αικατερίνη (Χει­λαδογιάννενα).

Κυρίαρχη θέση στη ζωή του χωριού η θρησκεία, με κέντρο της την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Οι πι­στοί και θεοσεβούμενοι Αργαστηρια­νοί έκαναν εκεί τους γάμους, τα βαπτί­σια αλλά και τις κηδείες τους. Στις λει­τουργίες μαζεύονταν όλο το χωριό με ευλάβεια για να ακούσει το Θείο λόγο. Δύο φορές τον χρόνο, στις 23 Απριλίου και κυρίως στις 3 Νοεμβρίου πλήθος κόσμου μαζευόταν και μαζεύεται από τα γύρω χωριά και όλο το χωριό πανη­γυρίζει τον μεγαλομάρτυρα και τρο­παιοφόρο Άγιο προστάτη του. Το Νο­έμβρη στο πανηγύρι δοκίμαζαν και τα καινούργια κρασιά, έθιμο που ακόμα τηρείται.

Τα τελευταία χρόνια, ο Εμμ. Καστρινάκης έχει οργανώσει με πολύ μεράκι ένα μικρό Λαογραφικό Μουσείο, που στεγάζεται στο σπίτι του στο χωριό. Οι παραπάνω φωτογραφίες είναι από τον πολύ αξιόλογο αυτόν χώρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: