Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Σέλινο το 1653 και έμειναν ως το 1897-8. Η καταπίεση σ’ αυτή τη περιοχή της Κρήτης είναι τόσο τρομερή που ολόκληρα χωριά του Σελίνου τούρκεψαν. Στο Αργαστήρι κατοίκησαν Τούρκοι, που έμεναν στα Χειλαδιανά (στα Χουσιανά, προς τον Καψό, που ονομάστηκαν έτσι από κάποιον Τούρκο, Χουσή) στα Σκουλουδιανά και το κέντρο του χωριού.
Στην απογραφή (ναχιγές) του 1650, το Αργαστήρι αναφέρεται μαζί με τη Σκάφη και τον Καμπανό, έχοντας 31 οικογένειες και 4 άγαμους. Από τα 50 χωριά του Σελίνου, τα 28, μεταξύ των οποίων και το Αργαστήρι, ήταν τιμάριο στρατιωτών και γενιτσάρων, ενώ τα υπόλοιπα ήταν χάσια του Σουλτάνου. Το Αργαστήρι δηλαδή ήταν μεταξύ αυτών που βρίσκονταν σε πολύ δυσχερότερη θέση από άποψη αυθαιρεσιών, καταπίεσης και φορολογικής εξαθλίωσης.
Το Αργαστήρι πράγματι για κάποιο διάστημα ήταν έδρα φοβερών γενιτσάρων. Πρόκειται για τις οικογένειες Τζελέπηδες και Τζιντζαράπηδες. Ίσως αυτοί κατέστρεψαν την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στα Σκουλουδιανά (κατά μια άλλη εκδοχή, την κατέστρεψαν πολύ νωρίτερα οι Σαρακηνοί).
Το 1812 ο Χατζή Οσμάν Πασάς, με εντολή του Σουλτάνου, εκκαθάρισε το Αργαστήρι, όπως και όλη την Κρήτη, από τους γενίτσαρους που είχαν αποθρασυνθεί πια τελείως. Αργότερα οι Τούρκοι θα φύγουν τελείως από το χωριό.
Το 1822 έγινε μια φοβερή μάχη στα ΒΑ του Αργαστηρίου. Επικεφαλής των Ελλήνων ήταν ο Νικηφόρος Χατζηδάκης με 400 άντρες και τη βοήθεια του σελινιώτη οπλαρχηγού Τσίσκου με 60 άντρες. Ο Χατζηδάκης γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων το 1785. Είχε εκλεγεί οπλαρχηγός Σελίνου στην επανάσταση του 1821, μετά το θάνατο του Γεώργιου Δασκαλάκη ή Τζελεπή, εγγονού του Δασκαλογιάννη και μέλους της Φιλικής Εταιρίας, τον Ιανουάριο του 1822. Επικεφαλής των 2.000 Τούρκων, ήταν ο τρομερός Καούρης, αγάς της Καντάνου, αιμοβόρος και άγριος πολεμιστής. Αρχικά οι Έλληνες φαίνεται να νικούν, όμως στην εξέλιξη της μάχης και μπροστά στην αριθμητική υπεροχή των τούρκων, οι Έλληνες τράπηκαν σε φυγή. Έμεινε μόνο ο Χατζηδάκης και λίγα παλικάρια του, τα οποία αντιμετώπισαν τους Τούρκους μέχρις εσχάτων και βρήκαν όλοι ηρωικό θάνατο. Ο απολογισμός τα μάχης ήταν 12 νεκροί και 60 τραυματίες.
Το χωριό αναφέρεται ξανά στην Αιγυπτιακή απογραφή του 1834, μαζί με τη Σκάφη ως Scafi Ergasteri” με 27 χριστιανικές και 10 τουρκικές οικογένειες.
Ο Robert Pashley (1805 – 1859), Άγγλος ελληνομαθής και αρχαιομαθής περιηγητής, περιηγήθηκε στην Κρήτη από το Φεβρουάριο έως το Σεπτέμβριο του 1834 μαζί με τον Ισπανό χαράκτη Signor Antonio Scratz που έφταιξε διάφορα χαρακτικά, λιθογραφίες και ξυλογραφίες (το Ροδοβάνι, την Έλυρο, την Υρτακίνα, την Κάντανο κ.α.). Ο Pashley έγραψε το δίτομο έργο “Travels in Crete”(Λονδίνο, 1837), στο δεύτερο τόμο του οποίου αναφέρεται στο Αργαστήρι. Από την Μάλτα έφτασε στα Χανιά, στην Κίσσαμο, από εκεί στη Κάντανο και μέσω του Κουφαλωτού διέσχισε το Σταυρό φτάνοντας στο Αργαστήρι, στις 1 Μαΐου 1834. Ας δούμε τι λέει:
«…Από τον Κουφαλωτό αρχίζουμε την ανάβαση προς τα ανατολικά, που διαρκεί τουλάχιστον τρία τέταρτα. Φτάνοντας στην κορυφή του βουνού έχουμε μια θέα που εκτείνεται στα βόρεια προς το ακρωτήριο Σπάθα με όλη την πεδιάδα της Κισσάμου, και στα νότια προς την Αφρικανική θάλασσα με τα βουνά του Σελίνου μέχρι κι αυτά του ακρωτηρίου της Γραμβούσας. Σε τούτη τη κορυφή υπήρχε η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού που κατέλαβαν οι Τούρκοι στην πρώτη περίοδο του πολέμου και απ' όπου με δυσκολία τους έδιωξαν οι Έλληνες. Κοιτώντας πίσω διακρίνουμε την άκρη της κοιλάδας που βρίσκεται η Κάντανος, περιτριγυρισμένη σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από βουνά. Ωστόσο, τον δεύτερο χρόνο του πολέμου οι 'Έλληνες επιτέθηκαν στους μωαμεθανούς του Σελίνου που είχαν συγκεντρωθεί σε αυτή την περιοχή.
Κατηφορίζουμε μέχρι τις έξι, οπότε αφήνουμε στα αριστερά τα Λουκιανά και αρχίζουμε μια μικρή ανάβαση. Περνάμε την Σκάφη και στις έξι και είκοσι φτάνουμε στο «Εργαστήρι». (Το Εργαστήρι, είναι πιο γνωστό ως Αργαστήρι). Διανυκτερεύουμε στο σπίτι του γραμματικού. Το ίδιο απόγευμα η ασυνήθιστη εμφάνιση των ευρωπαίων ταξιδιωτών συγκέντρωσε δέκα ή δώδεκα στο σπίτι του οικοδεσπότη μας. Μερικοί μάλιστα ήταν από άλλα χωριά. Σε λίγη ώρα όμως κατόρθωσα να καθησυχάσω τους φόβους τους, και άρχισα τις ερωτήσεις για τον αριθμό των σπιτιών σε αυτό, αλλά και στα γειτονικά χωριά. Ένας από αυτούς, που όπως έμαθα αργότερα ήταν μωαμεθανός, ψιθύρισε αμέσως στον οικοδεσπότη μου: «μην του πεις, θα τον έχει στείλει ο πασάς για να μάθει πόσα σπίτια είναι και να τα φορολογήσει». Δεν αναφέρω το περιστατικό ως κάποια ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά αντίθετα για να δείξω την έλλειψη εμπιστοσύνης που αντιμετώπιζα μόλις έφτανα σε κάποιο χωριό. 'Ήταν μάλιστα συχνό το πρόβλημα ώστε κάθε μέρα έπρεπε να συζητώ μισή ως μία ώρα με τους ανθρώπους πριν αρχίσω τις ερωτήσεις για το θέμα που με ενδιέφερε. Εάν, ωστόσο, άρχιζα τις ερωτήσεις πριν κερδίσω την εμπιστοσύνη τους, δεν θα έπαιρνα ποτέ απάντηση: κανείς δεν ήξερε τίποτα.
Το βράδυ οι συγκεντρωμένοι χωρικοί μου επιβεβαίωσαν όλα όσα είχα μάθει αναφορικά με τα χωριά και τον πληθυσμό του Σελίνου. Είδα δε, όπως το ήλπιζα, ότι σε κάθε περίπτωση αυτά που ήξερα ήταν σχεδόν απολύτως σωστά. Κατόπιν άκουσα μερικά τραγούδια όπου υμνούνται τα γεγονότα του πολέμου: ένα ήταν για το θάνατο του Τζελεπή στον τόπο που περάσαμε το απόγευμα. Τελικά, οι χωρικοί άρχισαν να λένε τα προβλήματά τους: μου μίλησαν για τις ενέργειες της κυβέρνησης, για τις σκληρές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, για τους φόρους στα δέρματα των στιβανιών, για τη δεκάτη στα αμύγδαλα και στο μετάξι, για την πιάστρα που πλήρωναν σε κάθε μίστατο του κρασιού τους και για διάφορους άλλους εκβιασμούς, υποστηρίζοντας ότι τα παραπάνω ωθούν όλους, χριστιανούς και μωαμεθανούς, να αναζητούν τους Φράγκους, μια δηλαδή ευρωπαϊκή δύναμη που θα αντικαταστήσει τους Αιγυπτίους. 'Ένας από αυτούς είπε αστειευόμενος: "Θα έπρεπε να προτιμώ τον Τούρκο γιατί έχω κάτι παλιά φράγκικα ελαιόδεντρα, και υποθέτω ότι αν επιστρέψουν οι Φράγκοι θα με βάλουν να τα πληρώσω". Είναι βέβαια πιθανόν τα ελαιόδεντρα του να υπήρχαν πολύ πριν οι ενετοί χάσουν το νησί .
Μερικοί από τους χωρικούς είπαν ότι, μολονότι είχαν πληροφορηθεί για την παρουσία μου χθες στο Ροδοβάνι, δεν το πίστεψαν. 'Όταν τους ρώτησα το γιατί, απάντησαν: «επειδή μας είπαν ότι έγραφες πολλά για τα ελληνικά ερείπια που εμείς δεν καταλαβαίνουμε, αλλά τώρα που το βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια το πιστεύουμε». Δικαιολογημένα ίσως δεν πίστεψαν σε ένα γεγονός τόσο σπάνιο στο Σέλινο, μέχρι βέβαια που πείσθηκαν για την ύπαρξή του με τις ίδιες τους τις αισθήσεις, όταν δηλαδή είδαν, άκουσαν και μίλησαν μαζί μου. Η συντροφιά έμεινε σχεδόν μέχρι τα μεσάνυχτα...»
Οι Αργαστηριανοί μιλούν στον Pashley για τα βάσανα τους και τα βάρη της φορολογίας, μιλούν ακόμα και για κάμπιες που έφαγαν τα αμπέλια τους! Ο Pashley αναφέρει εντυπωσιασμένος τις μεγάλες ελιές του Σελίνου και το πόσο πολύ λάδι βάζουν στα φαγητά τους. Δίνει τον πληθυσμό της αιγυπτιακής απογραφής (27 ελληνικές και 10 τουρκικές οικογένειες, περίπου 200 άτομα δηλαδή) και υπολογίζει τον πληθυσμό του Σελίνου σε 500 ελληνικές και 451 τουρκικές οικογένειες. Το γεγονός ότι ο Pashley επισκέφτηκε το Αργαστήρι και το ότι αναφέρει ότι το χωριό έχει γραμματικό (δεν αναφέρει το όνομα του για να τον προστατέψει), φανερώνει ότι ήταν σημαντικό χωριό της περιοχής. Φαίνεται όμως και το ότι οι κάτοικοι τραγουδούν πατριωτικά τραγούδια παρά την παρουσία ενός τουλάχιστον Τούρκου. Την επόμενη, 2 Μαΐου 1834 φεύγει για το Επανωχώρι, Αγία Ειρήνη και Ομαλό.
Από το Αργαστήρι πέρασε και ο άλλος μεγάλος περιηγητής του Σελίνου, ο γάλλος γεωλόγος και τοπογράφος Victor Raulin, το 1845.
Ο δρόμος της εποχής για τα Χανιά που εξυπηρετούσε τα γύρω χωριά περνούσε από το Αποπηγάδι. Οι Τούρκοι είχαν στρατιωτικό φυλάκιο εκεί, το «Καρακόλι», το οποίο είχε ένα χώρισμα για τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους που διανυκτέρευαν στις κακοκαιρίες. Στη φρουρά του υπηρέτησαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. δύο Αργαστηριανοί, οι Ιωάννης Κ. Μαλανδράκης και Εμμανουήλ Ι. Μελάκης. Ο Αϊ – Ζήνας είναι η κορυφή του Αποπηγαδιού (1.331 μ.) και εκεί υπάρχει το ομώνυμο εκκλησάκι, ερειπωμένο σήμερα. Τιμάει τη μνήμη του Αγίου Ζήνα, ίσως έναν από τους Εβδομήκοντα. Η γιορτή του Αγίου είναι στις 27 Σεπτεμβρίου, όμως, άγνωστο γιατί, το πανηγύρι γινόταν στις 1 Μαΐου στο ίσιωμα Χορεύτρα στη πηγή «Του Σκουτελέ ο πλάτανος». Οι Σελινιώτες έλεγαν ότι οι τρεις «ορεινοί» άγιοι τους, ο Αι – Ζήνας, οι Άγιος Θεόδωρος στον Ομαλό και ο Αι – Δίκαιος έπαιζαν μεταξύ τους βόλι. Στο Αποπηγάδι υπήρχαν χωράφια Αργαστηριανών (Γ. Ε. Μαλανδράκης) που σπέρνονταν με σίκαλη ως το 1950. Οι Τούρκοι ήθελαν να κατασκευάσουν πύργο εκεί με αγγαρεία χριστιανών, όπως στη κορφή του Σταυρού (που ονομάζεται Πύργος λόγω του Τουρκικού στρατιωτικού πύργου, αλλά δεν μπόρεσαν. Ο Εμμ. Λαμπρινάκης το 1890 λέει πως ο Σταυρός πήρε το όνομα του από ομώνυμο ναό που υπήρχε εκεί.
Κατά τον Μεγάλο Σηκωμό, την Επανάσταση του 1866, στο Αργαστήρι και συγκεκριμένα στη θέση Πλακάκια, είχε δημιουργηθεί το ένα από τα πέντε στρατόπεδα των Ελλήνων επαναστατών, που είχαν δημιουργηθεί πριν την επίθεση κατά της Καντάνου από τους Σελινιώτες. Αρχηγοί του στρατοπέδου Αργαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Κορκίδης, οπλαρχηγός του Σελίνου στις επαναστάσεις του 1841 – 1858, 1866 - 1869 και 1878 και ο Αναγνώστης Παπαγιαννάκης, οπλαρχηγός και πληρεξούσιος Σελίνου στην επανάσταση του 1866 και μετέπειτα Πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών και της μέλος της Προσωρινής Κυβέρνησης. Η επίθεση κατά του Πύργου, στην κορυφή του βουνού Σταυρός, ανατολικά του Αργαστηρίου και η επίθεση κατά της Καντάνου, στα μέσα Αυγούστου, ήταν οι πρώτες πράξεις της επανάστασης του 1866.
Κατά την επανάσταση του 1866-69, οι τούρκοι επισκεύαζαν το δρόμο της εποχής που οδηγούσε από τα Παλιά Ρούματα στο Αποπηγάδι. Στις 17 Μαΐου 1868, έγινε επίθεση κατά των Τούρκων στο Αργαστήρι και έγινε και μια μικρή μάχη στη θέση Πλακάκια μάλλον.
Το 1881 γίνεται ξανά απογραφή κατά την οποία το Αργαστήρι αναφέρεται ότι ανήκει στο Δήμο Καμπανού με 114 χριστιανούς κατοίκους (50 άντρες και 64 γυναίκες). Η Σκάφη είχε τότε 136 χριστιανούς και 10 τούρκους, ενώ το Σέλινο - το 1890 - έχει 7.635.
Στην απογραφή (ναχιγές) του 1650, το Αργαστήρι αναφέρεται μαζί με τη Σκάφη και τον Καμπανό, έχοντας 31 οικογένειες και 4 άγαμους. Από τα 50 χωριά του Σελίνου, τα 28, μεταξύ των οποίων και το Αργαστήρι, ήταν τιμάριο στρατιωτών και γενιτσάρων, ενώ τα υπόλοιπα ήταν χάσια του Σουλτάνου. Το Αργαστήρι δηλαδή ήταν μεταξύ αυτών που βρίσκονταν σε πολύ δυσχερότερη θέση από άποψη αυθαιρεσιών, καταπίεσης και φορολογικής εξαθλίωσης.
Το Αργαστήρι πράγματι για κάποιο διάστημα ήταν έδρα φοβερών γενιτσάρων. Πρόκειται για τις οικογένειες Τζελέπηδες και Τζιντζαράπηδες. Ίσως αυτοί κατέστρεψαν την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στα Σκουλουδιανά (κατά μια άλλη εκδοχή, την κατέστρεψαν πολύ νωρίτερα οι Σαρακηνοί).
Το 1812 ο Χατζή Οσμάν Πασάς, με εντολή του Σουλτάνου, εκκαθάρισε το Αργαστήρι, όπως και όλη την Κρήτη, από τους γενίτσαρους που είχαν αποθρασυνθεί πια τελείως. Αργότερα οι Τούρκοι θα φύγουν τελείως από το χωριό.
Το 1822 έγινε μια φοβερή μάχη στα ΒΑ του Αργαστηρίου. Επικεφαλής των Ελλήνων ήταν ο Νικηφόρος Χατζηδάκης με 400 άντρες και τη βοήθεια του σελινιώτη οπλαρχηγού Τσίσκου με 60 άντρες. Ο Χατζηδάκης γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων το 1785. Είχε εκλεγεί οπλαρχηγός Σελίνου στην επανάσταση του 1821, μετά το θάνατο του Γεώργιου Δασκαλάκη ή Τζελεπή, εγγονού του Δασκαλογιάννη και μέλους της Φιλικής Εταιρίας, τον Ιανουάριο του 1822. Επικεφαλής των 2.000 Τούρκων, ήταν ο τρομερός Καούρης, αγάς της Καντάνου, αιμοβόρος και άγριος πολεμιστής. Αρχικά οι Έλληνες φαίνεται να νικούν, όμως στην εξέλιξη της μάχης και μπροστά στην αριθμητική υπεροχή των τούρκων, οι Έλληνες τράπηκαν σε φυγή. Έμεινε μόνο ο Χατζηδάκης και λίγα παλικάρια του, τα οποία αντιμετώπισαν τους Τούρκους μέχρις εσχάτων και βρήκαν όλοι ηρωικό θάνατο. Ο απολογισμός τα μάχης ήταν 12 νεκροί και 60 τραυματίες.
Το χωριό αναφέρεται ξανά στην Αιγυπτιακή απογραφή του 1834, μαζί με τη Σκάφη ως Scafi Ergasteri” με 27 χριστιανικές και 10 τουρκικές οικογένειες.
Ο Robert Pashley (1805 – 1859), Άγγλος ελληνομαθής και αρχαιομαθής περιηγητής, περιηγήθηκε στην Κρήτη από το Φεβρουάριο έως το Σεπτέμβριο του 1834 μαζί με τον Ισπανό χαράκτη Signor Antonio Scratz που έφταιξε διάφορα χαρακτικά, λιθογραφίες και ξυλογραφίες (το Ροδοβάνι, την Έλυρο, την Υρτακίνα, την Κάντανο κ.α.). Ο Pashley έγραψε το δίτομο έργο “Travels in Crete”(Λονδίνο, 1837), στο δεύτερο τόμο του οποίου αναφέρεται στο Αργαστήρι. Από την Μάλτα έφτασε στα Χανιά, στην Κίσσαμο, από εκεί στη Κάντανο και μέσω του Κουφαλωτού διέσχισε το Σταυρό φτάνοντας στο Αργαστήρι, στις 1 Μαΐου 1834. Ας δούμε τι λέει:
«…Από τον Κουφαλωτό αρχίζουμε την ανάβαση προς τα ανατολικά, που διαρκεί τουλάχιστον τρία τέταρτα. Φτάνοντας στην κορυφή του βουνού έχουμε μια θέα που εκτείνεται στα βόρεια προς το ακρωτήριο Σπάθα με όλη την πεδιάδα της Κισσάμου, και στα νότια προς την Αφρικανική θάλασσα με τα βουνά του Σελίνου μέχρι κι αυτά του ακρωτηρίου της Γραμβούσας. Σε τούτη τη κορυφή υπήρχε η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού που κατέλαβαν οι Τούρκοι στην πρώτη περίοδο του πολέμου και απ' όπου με δυσκολία τους έδιωξαν οι Έλληνες. Κοιτώντας πίσω διακρίνουμε την άκρη της κοιλάδας που βρίσκεται η Κάντανος, περιτριγυρισμένη σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από βουνά. Ωστόσο, τον δεύτερο χρόνο του πολέμου οι 'Έλληνες επιτέθηκαν στους μωαμεθανούς του Σελίνου που είχαν συγκεντρωθεί σε αυτή την περιοχή.
Κατηφορίζουμε μέχρι τις έξι, οπότε αφήνουμε στα αριστερά τα Λουκιανά και αρχίζουμε μια μικρή ανάβαση. Περνάμε την Σκάφη και στις έξι και είκοσι φτάνουμε στο «Εργαστήρι». (Το Εργαστήρι, είναι πιο γνωστό ως Αργαστήρι). Διανυκτερεύουμε στο σπίτι του γραμματικού. Το ίδιο απόγευμα η ασυνήθιστη εμφάνιση των ευρωπαίων ταξιδιωτών συγκέντρωσε δέκα ή δώδεκα στο σπίτι του οικοδεσπότη μας. Μερικοί μάλιστα ήταν από άλλα χωριά. Σε λίγη ώρα όμως κατόρθωσα να καθησυχάσω τους φόβους τους, και άρχισα τις ερωτήσεις για τον αριθμό των σπιτιών σε αυτό, αλλά και στα γειτονικά χωριά. Ένας από αυτούς, που όπως έμαθα αργότερα ήταν μωαμεθανός, ψιθύρισε αμέσως στον οικοδεσπότη μου: «μην του πεις, θα τον έχει στείλει ο πασάς για να μάθει πόσα σπίτια είναι και να τα φορολογήσει». Δεν αναφέρω το περιστατικό ως κάποια ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά αντίθετα για να δείξω την έλλειψη εμπιστοσύνης που αντιμετώπιζα μόλις έφτανα σε κάποιο χωριό. 'Ήταν μάλιστα συχνό το πρόβλημα ώστε κάθε μέρα έπρεπε να συζητώ μισή ως μία ώρα με τους ανθρώπους πριν αρχίσω τις ερωτήσεις για το θέμα που με ενδιέφερε. Εάν, ωστόσο, άρχιζα τις ερωτήσεις πριν κερδίσω την εμπιστοσύνη τους, δεν θα έπαιρνα ποτέ απάντηση: κανείς δεν ήξερε τίποτα.
Το βράδυ οι συγκεντρωμένοι χωρικοί μου επιβεβαίωσαν όλα όσα είχα μάθει αναφορικά με τα χωριά και τον πληθυσμό του Σελίνου. Είδα δε, όπως το ήλπιζα, ότι σε κάθε περίπτωση αυτά που ήξερα ήταν σχεδόν απολύτως σωστά. Κατόπιν άκουσα μερικά τραγούδια όπου υμνούνται τα γεγονότα του πολέμου: ένα ήταν για το θάνατο του Τζελεπή στον τόπο που περάσαμε το απόγευμα. Τελικά, οι χωρικοί άρχισαν να λένε τα προβλήματά τους: μου μίλησαν για τις ενέργειες της κυβέρνησης, για τις σκληρές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, για τους φόρους στα δέρματα των στιβανιών, για τη δεκάτη στα αμύγδαλα και στο μετάξι, για την πιάστρα που πλήρωναν σε κάθε μίστατο του κρασιού τους και για διάφορους άλλους εκβιασμούς, υποστηρίζοντας ότι τα παραπάνω ωθούν όλους, χριστιανούς και μωαμεθανούς, να αναζητούν τους Φράγκους, μια δηλαδή ευρωπαϊκή δύναμη που θα αντικαταστήσει τους Αιγυπτίους. 'Ένας από αυτούς είπε αστειευόμενος: "Θα έπρεπε να προτιμώ τον Τούρκο γιατί έχω κάτι παλιά φράγκικα ελαιόδεντρα, και υποθέτω ότι αν επιστρέψουν οι Φράγκοι θα με βάλουν να τα πληρώσω". Είναι βέβαια πιθανόν τα ελαιόδεντρα του να υπήρχαν πολύ πριν οι ενετοί χάσουν το νησί .
Μερικοί από τους χωρικούς είπαν ότι, μολονότι είχαν πληροφορηθεί για την παρουσία μου χθες στο Ροδοβάνι, δεν το πίστεψαν. 'Όταν τους ρώτησα το γιατί, απάντησαν: «επειδή μας είπαν ότι έγραφες πολλά για τα ελληνικά ερείπια που εμείς δεν καταλαβαίνουμε, αλλά τώρα που το βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια το πιστεύουμε». Δικαιολογημένα ίσως δεν πίστεψαν σε ένα γεγονός τόσο σπάνιο στο Σέλινο, μέχρι βέβαια που πείσθηκαν για την ύπαρξή του με τις ίδιες τους τις αισθήσεις, όταν δηλαδή είδαν, άκουσαν και μίλησαν μαζί μου. Η συντροφιά έμεινε σχεδόν μέχρι τα μεσάνυχτα...»
Οι Αργαστηριανοί μιλούν στον Pashley για τα βάσανα τους και τα βάρη της φορολογίας, μιλούν ακόμα και για κάμπιες που έφαγαν τα αμπέλια τους! Ο Pashley αναφέρει εντυπωσιασμένος τις μεγάλες ελιές του Σελίνου και το πόσο πολύ λάδι βάζουν στα φαγητά τους. Δίνει τον πληθυσμό της αιγυπτιακής απογραφής (27 ελληνικές και 10 τουρκικές οικογένειες, περίπου 200 άτομα δηλαδή) και υπολογίζει τον πληθυσμό του Σελίνου σε 500 ελληνικές και 451 τουρκικές οικογένειες. Το γεγονός ότι ο Pashley επισκέφτηκε το Αργαστήρι και το ότι αναφέρει ότι το χωριό έχει γραμματικό (δεν αναφέρει το όνομα του για να τον προστατέψει), φανερώνει ότι ήταν σημαντικό χωριό της περιοχής. Φαίνεται όμως και το ότι οι κάτοικοι τραγουδούν πατριωτικά τραγούδια παρά την παρουσία ενός τουλάχιστον Τούρκου. Την επόμενη, 2 Μαΐου 1834 φεύγει για το Επανωχώρι, Αγία Ειρήνη και Ομαλό.
Από το Αργαστήρι πέρασε και ο άλλος μεγάλος περιηγητής του Σελίνου, ο γάλλος γεωλόγος και τοπογράφος Victor Raulin, το 1845.
Ο δρόμος της εποχής για τα Χανιά που εξυπηρετούσε τα γύρω χωριά περνούσε από το Αποπηγάδι. Οι Τούρκοι είχαν στρατιωτικό φυλάκιο εκεί, το «Καρακόλι», το οποίο είχε ένα χώρισμα για τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους που διανυκτέρευαν στις κακοκαιρίες. Στη φρουρά του υπηρέτησαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. δύο Αργαστηριανοί, οι Ιωάννης Κ. Μαλανδράκης και Εμμανουήλ Ι. Μελάκης. Ο Αϊ – Ζήνας είναι η κορυφή του Αποπηγαδιού (1.331 μ.) και εκεί υπάρχει το ομώνυμο εκκλησάκι, ερειπωμένο σήμερα. Τιμάει τη μνήμη του Αγίου Ζήνα, ίσως έναν από τους Εβδομήκοντα. Η γιορτή του Αγίου είναι στις 27 Σεπτεμβρίου, όμως, άγνωστο γιατί, το πανηγύρι γινόταν στις 1 Μαΐου στο ίσιωμα Χορεύτρα στη πηγή «Του Σκουτελέ ο πλάτανος». Οι Σελινιώτες έλεγαν ότι οι τρεις «ορεινοί» άγιοι τους, ο Αι – Ζήνας, οι Άγιος Θεόδωρος στον Ομαλό και ο Αι – Δίκαιος έπαιζαν μεταξύ τους βόλι. Στο Αποπηγάδι υπήρχαν χωράφια Αργαστηριανών (Γ. Ε. Μαλανδράκης) που σπέρνονταν με σίκαλη ως το 1950. Οι Τούρκοι ήθελαν να κατασκευάσουν πύργο εκεί με αγγαρεία χριστιανών, όπως στη κορφή του Σταυρού (που ονομάζεται Πύργος λόγω του Τουρκικού στρατιωτικού πύργου, αλλά δεν μπόρεσαν. Ο Εμμ. Λαμπρινάκης το 1890 λέει πως ο Σταυρός πήρε το όνομα του από ομώνυμο ναό που υπήρχε εκεί.
Κατά τον Μεγάλο Σηκωμό, την Επανάσταση του 1866, στο Αργαστήρι και συγκεκριμένα στη θέση Πλακάκια, είχε δημιουργηθεί το ένα από τα πέντε στρατόπεδα των Ελλήνων επαναστατών, που είχαν δημιουργηθεί πριν την επίθεση κατά της Καντάνου από τους Σελινιώτες. Αρχηγοί του στρατοπέδου Αργαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Κορκίδης, οπλαρχηγός του Σελίνου στις επαναστάσεις του 1841 – 1858, 1866 - 1869 και 1878 και ο Αναγνώστης Παπαγιαννάκης, οπλαρχηγός και πληρεξούσιος Σελίνου στην επανάσταση του 1866 και μετέπειτα Πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών και της μέλος της Προσωρινής Κυβέρνησης. Η επίθεση κατά του Πύργου, στην κορυφή του βουνού Σταυρός, ανατολικά του Αργαστηρίου και η επίθεση κατά της Καντάνου, στα μέσα Αυγούστου, ήταν οι πρώτες πράξεις της επανάστασης του 1866.
Κατά την επανάσταση του 1866-69, οι τούρκοι επισκεύαζαν το δρόμο της εποχής που οδηγούσε από τα Παλιά Ρούματα στο Αποπηγάδι. Στις 17 Μαΐου 1868, έγινε επίθεση κατά των Τούρκων στο Αργαστήρι και έγινε και μια μικρή μάχη στη θέση Πλακάκια μάλλον.
Το 1881 γίνεται ξανά απογραφή κατά την οποία το Αργαστήρι αναφέρεται ότι ανήκει στο Δήμο Καμπανού με 114 χριστιανούς κατοίκους (50 άντρες και 64 γυναίκες). Η Σκάφη είχε τότε 136 χριστιανούς και 10 τούρκους, ενώ το Σέλινο - το 1890 - έχει 7.635.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου