Ονομασία


























           Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για το που οφείλει το όνομα του το Αργαστήρι. Ορισμένοι αναφέρουν ότι το χωριό πήρε το όνομα του από τους πολλούς αργαλειούς (αργαστήρι σημαίνει αργαλειός στη κρητική διάλεκτο) που υπήρχαν στο χωριό. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ονομάστηκε έτσι από το γεγονός ότι είχε ανεπτυγμένη σηροτροφία έως το 1940, και ως εκ τούτου εργαστήρια κατεργα­σίας του μεταξοσκώληκα. Ο καθηγη­τής Ν. Β. Τωμαδάκης αναφέρει: «Αρ­γαστήρι: μαγαζί έχον αργαλειόν», ενώ μια άλλη, επώνυμη άποψη, είναι η παρακάτω: Ο Γάλλος σπη­λαιολόγος Paul Faure, στο Β΄ Διεθνές Κρητολογικό συνέδριο το 1968, ανα­φέρει ότι ο Όλιβερ Ντέιβις ανακάλυψε κοίλες επιμήκεις γαλαρίες ορυχείων στην πλευρά ενός λόφου, δυτικά του χωριού Καμπανός απομει­νάρια της αρχαίας Ελύρου. Ο χαλαζίας που απα­ντάται σε αυτά τα ορυχεία εί­ναι ανα­μεμειγμένος με μαλαχίτη εμπε­ριέχοντα 0,6% χαλκό. Ο συνοικισμός - χωριουδάκι Αργαστήρι οφείλει το όνομα του στις εργασίας που γίνονταν στα ορυ­χεία της περιοχής.

Πληθυσμός



Ο πληθυσμός του χωριού πα­ρουσιάζει συνεχή μείωση και στην απογραφή του 2011 ήταν 19 κάτοικοι. Σήμερα μια πρόχειρη καταγραφή τους χειμωνιάτικους μήνες δεν θα δείξει πάνω από 10 μόνιμους κατοίκους. Η διακύμανση του πληθυσμού του χω­ριού κατά έτος απογραφής φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

Έτος   Κάτοικοι
1881   114
1900   115
1920   134
1938   168 - 172
1940   142
1951   141
1961   116
1971     77
1981     45
1991     36
2001     35
2011     19

Βλέπουμε δηλαδή ότι ο πλη­θυσμός του μειώνεται με συνεχώς αυ­ξανόμενους ρυθμούς. Από τη δεκαετία 1951 - 61, ο πληθυσμός παρουσίασε μείωση 19 %, την δεκαετία 1961 – 71 μείωση 33 %, τη δεκαετία 1971 – 81 μείωση 58% και τη δεκαετία 1981 – 91 μείωση 20%. Πιο πρόσφατα, τη δεκαετία 1991-2001 ο πληθυσμός μειώθηκε μόλις κατά 3%, ενώ τη δεκαετία 2001-2011 παρουσίασε μείωση 47%. Σύμφωνα με τη τελευταία απογραφή του 2011, το Αργαστήρι ήταν ο 44ος μεγαλύτερος από τους 85 οικισμούς του Δήμου Καντάνου-Σελίνου.

Η διακύμανση του πληθυσμού ολόκληρης της πρώην κοι­νότητας Σκάφης, στην οποία άνηκε μέ­χρι το 1999 το χωριό, φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί:

Έτος Κάτοικοι
1920 372
1938 374
1940 422
1951 618
1961 397
1971 340
1981 233

Θέση




Το Αργαστήρι είναι ίσως το ομορφότερο χωριό του ανατολικού Σελίνου με τη πανοραμική του θέα προς τα Λευκά Όρη στα ανατολικά, το Σταυρό στα δυτικά και το Λυβικό Πέ­λαγος στα νότια. Όλα σχεδόν τα χωριά του ανατολικού Σελίνου φαίνονται από εδώ, τοπίο τόσο μαγευτικό που ένας Τούρκος αγάς το ονόμασε «Λάκκος Ζγουράφου», δηλαδή κοιλάδα για ζω­γράφο, που αξίζει να ζωγραφιστεί. Πα­ράλληλα είναι και ένα από τα ορεινό­τερα χωριά της επαρχίας, μαζί με την Αγία Ειρήνη και τη Σπίνα.

Απλώνεται στις πλαγιές του υψώματος Κουνούπη ή Αχινόποδας (1.224 μ.), νότιο παρα­κλάδι του Αποπηγαδιού (κορυφή Αϊ Ζήνας, υψομ. 1.331 μ.). Ανατολικά υψώνονται τα Λευκά Όρη (κορυφές – από Β προς Ν: Τουρλί 1.458 μ., Ψη­λάφι 1.984 μ. και Τούμπα 1.139 μ.) και δυτικά ο Σταυρός με την κορυφή Πύρ­γος (1.098 μ.). Ανάμεσα υπάρχει ένα άνοιγμα – που περιλαμβάνει και το Αγερεινιώτικο φαράγγι – το οποίο δια­σχίζεται από τον Αγερεινιώτη χεί­μαρρο και οδηγεί στη Σούγια, στο Λυ­βικό Πέλαγος.

Τα πιο κοντινά χωριά είναι στα δυτικά η Σκάφη και η Πέρα Σκάφη (από τα οποία αποτελούνταν η πρώην κοινότητα Σκάφης), νότια ο Καμπανός (έδρα μέχρι τον Οκτώβριο του 2010 του πρώην Δήμου Ανατολικού Σελίνου) και ανατολικά τα Τσι­σκιανά, ο Πρινές και το Επανωχώρι (της πρώην κοινότητας Επανωχωρίου).
Το Αργαστήρι είναι κτισμένο σε υψό­μετρο που κυμαίνεται από 650 (στην εκκλησία) έως 720 μέτρα (στα Ψα­ριανά).
Η έκταση της πρώην κοινότη­τας Σκάφης είναι 8.978 στρέμματα, από τα οποία το 1/3 περίπου ανήκουν στο Αργαστήρι.

Ο οικισμός απέχει 48 χμ Ν από τα Χανιά, 20 χμ Α από την Κάντανο, 30 χμ ΒΑ της Παλαιόχωρας, 6 χμ Β από τον Καμπανό και 2 χμ Α από την Σκάφη.

Ο δρόμος που οδηγεί στο χωριό είναι ασφαλτοστρω­μένος αλλά το χωριό δεν εξυπηρετείται συγκοι­νωνιακά (τα υπεραστικά λεωφορεία του ΚΤΕΛ Χανίων - Ρεθύμνου, κάνουν στάση στο διπλανό χωριό Τσισκιανά).

Μορφολογία εδάφους, βλάστηση, νερά, κλίμα



Το ανάγλυφο του εδάφους εί­ναι έντονο και στις γύρω πλαγιές του χωριού είναι φτιαγμένες οι λεγόμενες πεζούλες, αναβαθμίδες δηλαδή που δημιουργούν μικρά καλλιεργήσιμα κομμάτια γης συγκρατώντας το χώμα. Σε σημεία (Σκαφιδάκια, Πλακάκια, Μουρί) του χωριού υπάρχουν βουλί­σματα, που ήταν χώροι εξόρυξης πέ­τρας – πλακών για το κτίσιμο και το σκέπασμα των σπιτιών.

Βόρια του χωριού η περιοχή έχει χαμηλή βλάστηση και χρησιμο­ποιούταν για κτηνοτροφία και σπορά δημητριακών. Μέσα και νότια από το χωριό, για να προφυλάσσονται από το χιόνι και τους δυνατούς ανέμους, βρί­σκονται τα παραγωγικά δέντρα του, κυρίως ελιές (Καλογρές, Σκουλου­διανά) αλλά και αμπέλια (Έξω Αμπέ­λια, Δρακόλακα, Πλέκτης, Πλάτες, Πλακάκια), αμυγδαλιές, μουριές (ήμε­ρες – άσπρες και άγριες – μαύρες) και αχλαδιές (ήμερες – απιδιές και άγριες – αχλάδες), κορομηλιές, αλλά και πολλοί πρίνοι. Στα κηποχώραφα μέσα στο χω­ριό καλλιεργούνται κηπευτικά: πατά­τες, φασόλια, ντομάτες, κολοκύθια, κ.α.

Το Αργαστήρι είναι το πιο ευ­νοημένο χωριό της περιοχής από άποψη νερών. Τρεις κυρίως πηγές πο­τίζουν τους κήπους του γεμίζοντας στέρνες, λιγότερο η Βρύση μέσα στο χωριό στα Μελιανά και κυρίως οι Κουφάλες ψηλότερα στα ΒΑ και του Χαράκου στα ΒΔ. Οι Κουφάλες είναι η κυριότερη πηγή με τη μεγαλύτερη στέρνα. Παλιότερα ίσως λειτουργούσε μύλος τον χειμώνα, αφού βρέθηκε το «βούτσι» του που οδηγούσε το νερό χαμηλότερα, σ΄ αυτόν. Οι Κουφάλες τροφοδοτούν και τη δεξαμενή του δι­κτύου ύδρευσης στα Ψαριανά, το οποίο κατασκευάστηκε το 1969. Υπάρχουν και άλλες πηγές με λιγότερο ή περισσότερο παροδική παροχή νε­ρού, όπως το Βρυσί πάνω από τον Αι Γιώργη (το νερό του είναι τόσο καλό ώστε λέγεται ότι ένας τούρκος πασάς από τον Καμπανό έστελνε και του έφερναν από εκεί νερό), στο Κάτω Χαράκου ή Σκουλουδιανή Βρύση στα Σκουλουδιανά, του Λαγούδι το βρυ­σάλι στις Καλογρές (Φαραγγούλια), και ψηλά στα Βρυσιά. Παρόλα αυτά, παλιότερα κυρίως το νερό δεν έφτανε για όλους και ακόμα και σήμερα οι στέρνες για το πότισμα των κήπων ανοίγουν και κλείνουν με αυστηρό ωρολόγιο πρόγραμμα.

Το χειμώνα, παλιότερα κυρίως και μετά από δυνατές βροχοπτώσεις, οι μικροί χείμαρροι του Αργαστηρίου «φουσκώνουν» και κατεβάζουν νερά. Οι κυριότεροι είναι το Πέρα Ρυάκι (Σκαφιδάκια – Χειλαδιανά – εκκλησία - Καλογρές), ο Λουπόριακκος, που χρησιμοποιήθηκε και ως σκουπιδότοπος του χωριού, δυ­τικά από τα Μαλανδριανά και ο Ρέτζα­κας, από του Χαράκου. Το μικρό αυτό υδρογραφικό δίκτυο είναι παρακλάδι του Σκαφιδιανού χειμάρρου, ο οποίος με τη σειρά του ενώνεται στον Κα­μπανό (θέση Μαγκανάρι) με τον Αγε­ρεινιώτη ποταμό.

Το κλίμα της περιοχής είναι πολύ υγιεινό, γενικά μεσογειακό προς ορεινό. Οι χειμώνες είναι μάλλον ήπιοι χωρίς να λείπουν οι χιονοπτώσεις και το χαλάζι (κουκοσάλι) και η θερμο­κρασία σπάνια πέφτει κάτω από τους 0ο C. Οι βροχοπτώσεις είναι οι υψηλό­τερες της Κρήτης και οι άνεμοι φυσούν όλο το χρόνο με εξαιρετική ορμή, λόγω του έντονου ανάγλυφου της περιοχής. Τα καλοκαίρια είναι θερμά και ξηρά αλλά η θερμοκρασία σπάνια ξεπερνά τους 35οC.

Συνοικίες

 























                                            Το χωριό αποτελείται από συ­νοικίες που έχουν πάρει το όνομα τους από τις μεγαλύτερες οικογένειες του χωριού και οι οποίες από τα δυτικά προς τα ανατολικά είναι: Μαλαντρι­ανά, Αναστασιανά, Καντηλιεριανά, Ψαριανά, Μελιανά και Χειλαδιανά, που είναι πιο απομονωμένα στα ανα­τολικά. Ακόμα δυτικότερα βρίσκεται ερειπωμένη η συνοικία Σκουλουδιανά, με αρκετές οικογένειες Ελλήνων και Τούρκων παλιότερα.

Τα σπίτια του χωριού είναι σχετικά αραιά κτισμένα, σε αντίθεση με άλλα γύρω χωριά π.χ. τον Καμπανό, και η απόσταση μεταξύ της συνοικίας των Χειλαδιανών με τα Σκουλουδιανά είναι σχεδόν ένα χιλιό­μετρο.

Στις δύο πρώτες φωτογραφίες τα Μαλανδριανά, στην τρίτη τα Χειλαδιανά και στην τέταρτη τα Μελιανά.

Εκκλησίες























Η μοναδική εκκλησία του Αρ­γαστηρίου είναι ο Άγιος Γεώργιος. Εί­ναι κτι­σμένος στο χαμη­λότερο και πιο απά­νεμο ση­μείο του χωριού, χαμηλά μέσα στο ρέμα, ανάμεσα σε δέκα κυ­παρίσ­σια και πολλές ελιές και πρίνους. Πρόκει­ται για ένα μο­νόκλιτο κεραμο­σκεπές εκκλη­σάκι με εξωτε­ρικές δια­στά­σεις 11,10 Χ 4,60 μ., εσω­τερι­κές 9,23 Χ 2,93 και πάχος των τοί­χων 0,70 - 0,80 μ. Το εκ­κλησάκι κτίστηκε πιθανόν τον 14ο ή τον 15ο αιώνα και είχε τοιχογραφίες οι οποίες από άγνοια καταστράφηκαν τα νεότερα χρόνια. Στην επανάσταση του 1866 οι Τούρκοι το κάψανε και οι κά­τοικοι έφυγαν από το χωριό. Σε άλλη επανά­σταση οι κά­τοικοι θάψανε την κα­μπάνα του απέ­ναντι στο Δρακόλακα αλλά δεν μπόρε­σαν να την ξαναβρούν και χάθηκε για πάντα. Το τέμπλο του και δύο εικόνες σε αυτό είναι του 1872, όπως αναγρά­φεται σε αυτό. Οι δύο εικόνες είναι ζωγραφισμένες από ένα γιο Θεμιστο­κλή ενός παπά Μιχάλη από τα Ροδω­πού. Το τέμπλο είναι ζω­γραφισμένο και λίγο γλυπτό. Οι υπό­λοιπες εικόνες είναι από τις αρχές του αιώνα και νεό­τερες. Το 1997 κατα­σκευάστηκε ένα υπόστεγο – δωμάτιο στη ΒΔ γωνιά με αποτέλεσμα να αλ­λοιωθεί το σχήμα του ναού. Στο προ­αύλιο του ναού υπάρχουν πέτρινα πε­ζούλια για να κά­θονται οι πιστοί. Στα ΝΑ καίγανε την νύχτα της Ανάστασης τον οφανό τα παιδιά του χωριού.

Ο Άγιος Γεώργιος είναι και το νεκροταφείο του χωριού. Παλιότερα οι νεκροί θάβονταν στον περίβολο του ναού με μια μικρή πλάκα 15 – 20 εκ. στο κεφάλι του νεκρού και ίσως ένα περιτριγύρισμα από ασπρισμένες πέ­τρες . Το 1965 δημιουργήθηκε το μι­κρό κοιμητήριο του Αργαστηρίου στη ΒΑ γωνιά του Αϊ - Γιώργη με οικογε­νειακούς τάφους.

Στα Σκουλουδιανά, χαμηλά στη τοποθεσία Μοναστηράκι, υπήρχε και άλλη μια εκκλησία, διμάρτυρη, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Χα­ραλάμπους. Σήμερα φαίνονται μόνο γκρεμισμένα ερείπια από αυτό το μι­κρό εκκλησάκι.

Στις Καλογρές, χαμηλά κοντά στον Καμπανό, χτίστηκε το 1953-2 από το δάσκαλο Στυλ. Παπαδογιάννη μια μικρή μονόκλιτη εκκλησία, στα ερείπια παλιότερης, ο Άγιος Βασίλειος. Στα θεμέλια του βρέθηκαν τάφοι και πιθανόν εκεί υπήρχε πολύ παλιά συ­νοικία με φτωχούς κατοίκους που απουσίαζαν πολύ καιρό δουλεύοντας αλλού. Το εκκλησάκι λειτουργείται μόνο στην γιορτή του, την Πρωτοχρονιά.

Στη συνέχεια παρατίθονται οι ιερείς της Ενορίας Σκάφης - Αργαστηρίου:
  • Μάρκος Παπαμαρκάκης
  • Γεώργιος Ξανθουδάκης (έως το 1894)
  • Αντώνης Ζερβουδάκης (1894 – 1912)
  • Παναγιώτης Μαλανδράκης (1912 – 1938)
  • Από το 1938 έως το 39 η ενορία ήταν κενή και λειτουργούσε ο π. Εμμ. Τζανουδάκης από τον Καμπανό και ο π. Μ. Στεφανογιάννης από την Κάνδανο.
  • Ιωάννης Πρωτοπαπαδάκης από τον Καμπανό (1939 – 1975)
  • Κωνσταντίνος Μελάκης από το χωριό (1975 – 1982)
  • Κωνσταντίνος Αλυγιζάκης από τη Σκάφη (1982 έως σήμερα)

Οικογένειες















                                              Τα ονόματα των βασικών οι­κογενειών του χωριού είναι οι εξής: Αναστασάκης, Μαλανδράκης, Καντη­λιεράκης, Ψαράκης, Μελάκης, Χειλα­δάκης. Λιγότερους κατοίκους αριθ­μούσαν οι οικογένειες Καστρινάκης, Δελάκης, Δοξάκης, Ζουριδάκης, Μα­νωλαράκης, Λαγουδάκης (πολύ παλιά στα Σκουλουδιανά). Λόγω του μικρού κλήρου και της φτώχιας πολλοί έφευ­γαν από το χωριό και έτσι τα επίθετα συναντιούνται σε πολλές άλλες περιο­χές του νομού. Έτσι βρίσκουμε Ανα­στασάκηδες στη Κάνδανο και στις Δρυς, Μαλανδράκηδες στην επαρχία Κισσάμου (Κακόπετρο, Π. Ρούματα, Πανέθυμο, Βουκολιές), Ψαράκηδες στο χωριό Ψαριαννά Κισσάμου, κά­ποιος Καστρινάκης στη Μονή από τον οποίο προήλθε η οικογένεια Μετοχα­ράκη (μετοχάρης = καλλιεργητής πε­ριουσίας με ποσοστό). Από τη δεκαε­τία του 60 και μετά, άρχισε και στο Αργαστήρι το μεγάλο κύμα φυγής προς τα Χανιά, την Αθήνα και τη Γερμανία.

Τα χρόνια από το 1920 έως το 1960 το Αργαστήρι γνώρισε τη μεγα­λύτερη ακμή του. Πολλές οικογένειες ζούσαν φτωχικά σε αυτό και μεγάλω­ναν τα παιδιά τους με πάμπολλες στε­ρήσεις και δυσκολίες. Αξίζει να ανα­φερθούν εδώ:

1. Αναστασάκη Αναστ. Ιω­άννη – Αργυρή, με 11 παιδιά (Κωνσταντίνος, Αντώνιος, Ευτύχιος, Αντωνία, Δημοσθένης, Εμμανουήλ, Αναστάσιος, Φραγκίσκος, Κων­σταντίνα, Γεωργία, Γεώργιος) και οι οικογέ­νειες των παιδιών τους:
  • Ευτυχίου – Ελένης, με 4 παι­διά: Μιχαήλ, Χρήστο, Ιωάννη, Ευτυχία & πεθαμένο.
  • Δημοσθένη – Αρχόντισσας, με 3 παιδιά: Ιωάννη, Φραγκίσκο, Ελευθερία & Γεωργία πεθαμένο. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Κάνδανο.
  • Εμμανουήλ – Μαρίας, με 4 παιδιά: Αντωνία, Παναγιώτη, Στυλιανή, Σοφία & 2 πεθαμένα μικρά, Γεώργιος και Ευανθία.
  • Γεωργίου – Στυλιανής, με 3 παιδιά: Ελευθέριο, Νικόλαο, Ιωάννη.
  • Αναστασίου – Χρυσού­λας, με ένα παιδί: Αντώνιο.
2. Αναστασάκη Εμμ. Γεώρ­γιου – Σοφίας, με 6 παιδιά: Εμμανουήλ, Δημή­τριο, Ευτύχιο, Αλέξανδρο, Γιαννούλα, Πλα­στήρα & πεθαμένο.

3. Δελάκη Τριανταφυλλιά, ανύ­πανδρη.

4. Δοξάκη Κωνσταντίνου – Δέ­σποινας, άτεκνοι.

5. Ζουριδάκη Γεωργίου – Ειρή­νης, άτεκνοι.

6. Κανδηλιεράκη Ν. Γεωργίου – Ελένης, με 5 παιδιά: Απόστολο. Αικατερίνη, Ευτυχία, Αφροδίτη, κόρη πεθαμένη.

7. Κανδηλιεράκη Εμμανουήλ – Άννας, με 2 παιδιά: Εμμανουήλ & Ευτύχιος πεθαμένο, και την οικογένεια του γιου του Εμ­μανουήλ – Στυλιανής, με 5 παιδιά: Νικόλαο, Άννα, Ιωάννη, Αικατερίνη, Ευτύχιο.

8. Κανδηλιεράκη Ν. Ευάγγε­λου – Ειρήνης, με 5 παιδιά: Ευτύχιο, Γεώργιο, Κωνσταντίνο, Παναγιώτη, Όλγα πεθαμένο.

9. Καστρινάκη Χρήστου – Αμαλίας, με 2 παιδιά: Εμμανουήλ, Ευτυχία.

10. Μαλανδράκη Αντρέα – Μα­ρίας, με 7 παιδιά: Νικόλαο, Εμμανουήλ, Αντι­γόνη, Σοφία, Μιχάλη, Αμαλία, Μανωλία.

11. Μαλανδράκη Κωνστ. Εμμα­νουήλ (Χατζή) – Αικατερίνης, με 7 παιδιά: Κωνσταντίνο, Ιωάννη (πέθανε στρατιώτης στη Πρεμετή το 1913), Ευτύχιο, Γεώργιο, Ελευθε­ρία, Εμμανουήλ & Όλγα πεθαμένο και τις οικο­γένειες των παιδιών τους:
  • Ευτυχίου – Σοφίας, με 4 παι­διά: Νικόλαο, Εμμανουήλ, Ιωάννη, Ελευθε­ρία.
  • Γεωργίου – Ελένης, με 4 παι­διά: Αλεξία, Μαρία, Γεώργιο, Εμμανουήλ & πεθαμένο και την οικογένεια του γιου τους Εμ­μανουήλ και Μαρίας αργότερα με 2 παιδιά: Γεώργιο, Ελένη.
  • Κωνσταντίνου – Όλγας, με 5 παιδιά: Ιωάννη, Προκόπη, Ευτυχία, Αθηνά, Δήμητρα.
  • Εμμανουήλ – Άννας, με 3 παιδιά: Γεώργιο, Ανδρέα, Μιχάλη, που κατοι­κούσαν στη Σκάφη.
12. Μαλανδράκη Κωνστ. Ιω­άννη – Αντωνίας, με 8 παιδιά: Ευτύχιο, Ιωσήφ, Φραγκίσκο, Μαρία, Αρχόντισσα, Χριστόφορο, Σπυρίδωνα & Αγλαΐα πεθαμένο, με τις οικογέ­νειες των παιδιών τους:
  • Ευτυχίου – Ελένης, με 7 παι­διά (Σοφία, Γεώργιο, Σπυρίδωνα, Ελευθερία, Ιωάννη, Εμμανουήλ, Μαρία & πεθαμένο).
  • Ιωσήφ – Μαρίας, με 2 παι­διά: Ευτυχία, Ελευθερία.
  • Σπυρίδωνα –Αργυρής, με 6 παιδιά: Χρυσούλα, Εμμανουήλ, Ευτύχιο, Γεώρ­γιο, Αντωνία, Αικατερίνη.
  • Φραγκίσκου – Χρυσούλας, με 3 παιδιά: Βασίλειο, Ιωάννη, Καλλιόπη.
13. Μαλανδράκη Παναγιώτη (ιε­ρέως) – Ζαμπίας, με 5 παιδιά: Ευτυχία, Μα­ρία, Νικόλαο, Στυλιανή, Σταυρωτή πεθαμένο και την οικογένεια του γιου τους Νικολάου – Ελένης, με δύο παιδιά: Παναγιώτη, Δημήτριο.

14. Μαλανδράκη Χρυσή, ανύ­πανδρη.

15. Μανωλαράκη Ιωάννη – Ελέ­νης, με 4 παιδιά: Ευτύχιο, Ειρήνη, Νυμφο­δώρα, Δημήτριο και την οικογένεια του γιου τους Δημητρίου – Μαρίας.

16. Μελάκη Γ. Εμμανουήλ – Μαρίας, με 4 παιδιά: Κωνσταντίνο, Μιχάλη, Ευτύχιο & πεθαμένο.

17. Μελάκη Εμμανουήλ («Λα­γού») – Στυλιανής, με 3 παιδιά: Νικόλαο, Ιω­άννη, Ελευθερία.

18. Μελάκη Γ. Ιωάννη – Πά­τρας, με 5 παιδιά: Γεώργιο, Ιωσήφ, Ευτυχία, Σπυρίδωνα και Ζηνοβία πεθαμένο.

19. Μελάκη Νικολάου – Κυρια­κής, με 5 παιδιά: Ιωάννη, Κωνσταντίνο, Γεωρ­γία, Ασπασία, Εμμανουήλ και την οικογένεια του γιου τους Κωνσταντίνου –Όλγας, με 2 παι­διά: Ευτύχιο, Αντώνιο.

20. Μελάκη Μιχαήλ («Μι­χελή») – Αργυρώς, με 7 παιδιά: Ευτύχιο, Γεώρ­γιο, Παναγιώτη, Μαρία, Σοφία, Χρυσάνθη, Βασιλική, και τις οικογένειες των παιδιών τους:
  • Γεωργίου – Δανίας, με 5 παι­διά: Μιχάλη, Γεώργιο, Ευτύχιο, Ελένη, Αλε­ξάνδρα.
  • Παναγιώτη – Μύρως, με 4 παιδιά: Γεώργιο, Βασίλειο, Παύλο, Ευτύχιο.
21. Μελάκη Παναγιώτη - Μύρως με τις οικογένειες των παιδιών τους:
  • Γεώργιος - Δήμητρα με τρία παιδιά: Παναγιώτης, Φώτης, Ευστάθιος.
  • Βασίλειος - Ελένη με ένα παιδί: Παναγιώτης.
  • Παύλος - Ελένη με δύο παιδιά: Μάριος, Κωνσταντίνος.
  • Ευτύχιος - Ζαφειρία με δύο παιδιά: Μερόπη, Παναγιώτης.
22. Χειλαδάκη Γ. Ευτύχιου – Αριάδνης, με 3 παιδιά: Χρυσούλα, Γεώργιο, Μαρία.

23. Χειλαδάκη Ι. Γεώργιου – Δέ­σποινας, με 5 παιδιά: Ευτύχιο, Κωνσταντίνο, Αντώνιο, Γεωργία, Μαρία.

24. Χειλαδάκη Ι. Ευτυχίου – Στυλιανής, με 9 παιδιά: Γεώργιο, Ιωάννη, Νι­κόλαο, Φανή, Ειρήνη, Αφροδίτη, Νίκη, Μαρία, Αγγελική.

25. Ψαράκη Π. Βασιλείου – Τρι­ανταφυλλιάς, με 5 παιδιά: Ευτύχιο, Μιχαήλ, Παναγιώτη, Κυριάκο, Γεωργία, και τις οικογέ­νειες των παιδιών τους:
  • Ευτυχίου – Πανανίας, με 3 παιδιά: Βασίλη, Κυριάκο, Ιωάννη.
  • Παναγιώτη – Χριστίνης, με 3 παιδιά: Ευτύχιο, Νίκη, Σοφία.
26. Ψαράκη Γεωργίου – Μα­ρίας, με 5 παιδιά: Ευτύχιο, Ελένη, Νικόλαο, Αντωνία, Ελευθερία και την οικογένεια του γιου τους Νικολάου – Αικατερίνης, με 3 παιδιά: Γεώργιο, Ιάκωβο, Χαράλαμπο.

27. Ψαράκη Π. Εμμανουήλ – Μαρίας, με 10 παιδιά: Εμμανουήλ, Ευτυχία, Προκόπη, Ιωάννη, Παναγιώτη, Όλγα, Ελευθέ­ριο, Ελένη, Στυλιανό, πεθαμένο.

28. Ψαράκη Ιωάννη – Μαρίας, με 8 παιδιά: Ευτύχιο, Εμμανουήλ, Αντώνιο, Γεώργιο, Μύρω, Μιχάλη, Ελένη, Ελευθερία.

Λαογραφία - ζωή στο χωριό – τοπική οικονομία





                                                            
                    Η ζωή στο χωριό τα παλιά χρόνια ήταν δύσκολη. Οι κάτοικοι, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο βέβαια, ήταν φτωχοί αγρότες που έβγαζαν με κόπο το ψωμί για να ζή­σουν οι οικογένειες τους. Παρόλα αυτά υπήρχαν πολλές πολύτεκνες οικογέ­νειες (και γιατί η παιδική θνησιμότητα τότε ήταν πολύ μεγάλη), όπως του Αναστασογιάννη με 13 μέλη, του Ψα­ρομανώλη με 12 κ.α..

Όλες οι περιοχές γύρω από το χωριό τότε σπέρνονταν με σιτάρι, κρι­θάρι, σίκαλη, όσπρια και ταή – βρώμη για ζωοτροφές (Σκαφιδάκια, Τρούλα, Πλακωτά, Παώνη, Πάρδο, Τσιλάρες, Ανεμόμυλος, Λιβάδι, Πετρόκουρτα, Γναφέ Λάκκος, Καλογεράκι κ.α.). Η παραγωγή ήταν πολλές φορές μηδα­μινή (επειδή δεν υπήρχαν και λιπά­σματα), εξαρτημένη από τις καιρικές συνθήκες και η κούραση μεγάλη. Πα­ράγονταν περίπου 15 με 20 τόνοι δη­μητριακών. Η σπορά που γινόταν με το «ζευγάρι» (δύο ζώα ζεμένα μαζί, πολ­λές φορές με συμφωνία δύο «συζευτά­δων») και τη σκαλίδα (στις 21 Νοεμ­βρίου γιόρταζε η Παναγία η Μεσοσπο­ρίτισσα, δηλαδή είχαν σπαρθεί τα μισά χωράφια), ο θερισμός και η μεταφορά στο χωριό που πολλές φορές απείχε πολύ (με γαϊδουράκια ή μουλάρια) ήταν ιδιαίτερα επίπονες εργασίες. Τον Ιούνιο και Ιουλίου γινόταν το αλώνι­σμα στα αλώνια, που σώζονται έως σήμερα. Κρατούσε δύο μέρες και οι άνθρωποι κοιμόντουσαν στο αλώνι.

Τον Αύγουστο μάζευαν τα μούρνα από τις μαύρες μουριές και με απόσταξη παρασκευαζόταν η μουρνι­διά, ένα πάρα πολύ δυνατό αλλά αγνό ποτό. Τότε γίνονταν και τα αμύγδαλα (Πλακάκια, Κουφάλες, Σκαφιδάκια), σημαντικά στην οικονομία του χωριού παλιότερα με ετήσια παραγωγή 25 τό­νους περίπου. Οι αμυγδαλιές ραβδίζο­νταν, ο καρπός μαζεύονταν, ξεφυλλί­ζονταν, ξεραίνονταν και μετά οι γυναί­κες στις αποσπερίδες τα τσάκιζαν («τσακιστοφύλι») για να μαζευτεί η ψίχα.

Παράλληλα κάθε σπίτι είχε και τους κήπους του, σε ποτιστικά χωρά­φια συνήθως μέσα ή κοντά στο χωριό. Καλλιεργούσαν κυρίως πατάτες (ετή­σια παραγωγή 8 – 10 τόνοι), φασόλια, κολοκύθια, ντομάτες, αγγούρια και άλλα κηπευτικά, μέχρι και καλαμπόκια αργότερα. Επίσης στο χωριό υπάρχουν και πολλά παραγωγικά δέντρα, καρυ­διές, συκιές, κορομηλιές, αχλαδιές (απιδιές) κ.α.

Το Σεπτέμβρη ήταν η εποχή του τρύγου, από τις πιο όμορφες στη ζωή του χωριού. Καθαρίζονταν τα βα­ρέλια, μαζεύονταν και πατιόντουσαν τα σταφύλια στα πατητήρια και παρά­γονταν το «πετουμέζι», η μουσταλευ­ριά και κυρίως το κρασί και η τσικου­διά. Τα «στράφυλα», το υπόλοιπο δη­λαδή του σταφυλιού μετά το πάτημα στο πατητήρι, έμπαινε στα «ρακολάβε­τζα», τα καζάνια δηλαδή που αποστά­ζονταν η ρακή.

Το βασικότερο προϊόν όμως του Αργαστηρίου, όπως και του Σελί­νου, ήταν και είναι το λάδι. Η ετήσια παραγωγή κυμαίνεται σε 25 – 30 τό­νους, ανά δύο χρόνια όμως, και αν το χιόνι δεν έσπαγε ή έκαιγε τα ελαιόδε­ντρα. Τότε δεν υπήρχαν δίκτυα και η συλλογή του ελαιοκάρπου ήταν ιδιαί­τερα επίπονη εργασία. Παράλληλα, πολλές γυναίκες και κοπέλες του χω­ριού, δούλευαν σε άλλα χωριά του Σε­λίνου σαν μαζώχτρες παίρνοντας για αμοιβή λάδι, για να βοηθήσουν τις οι­κογένειες τους.

Το λάδι του χωριού έβγαινε στη «φάμπρικα», μια πρώτη μορφή ελαιουργείου. Τα «μυλάρια» κινούσαν τις μυλόπετρες με μουλάρια που γύρι­ζαν γύρω – γύρω. Η ζύμη που έβγαινε έμπαινε σε «ντορμπάδες» (πλεκτά, τρί­χινα μεγάλα φάκελα) που τα τοποθε­τούσαν στο πιεστήριο, όπου πιέζονταν με το «αδράχτι» που γύριζαν εργάτες, οι «αλιτριβιδιάριδες» και μέλη της οι­κογενείας που έβγαζε το λάδι της. Το λάδι πήγαινε στο «βρασκί», ένα πιθάρι θαμμένο στη γη κι από εκεί με ασκιά στα πιθάρια των σπιτιών. Η κατεργα­σία αυτή άφηνε πολύ υπόλοιπο και τα χρόνια εκείνα η πυρήνα δεν επεξεργα­ζόταν παραπάνω αλλά αποτελούσε καύσιμη ύλη στα τζάκια τον χειμώνα. Η φάμπρικα άνηκε σε όλο το χωριό και λειτουργούσε έως το 1955 – 56. Τα ερείπια της υπήρχαν ως το 1997, οπότε η διάνοιξη της πλατείας με την ασφαλ­τόστρωση του δρόμου την κατέστρε­ψαν τελείως. Υπήρχε και άλλη φά­μπρικα στο Αργαστήρι, μεταξύ 1945 –1963 του Γ. Ε. Μαλανδράκη, η θέση της οποίας φαίνεται ακόμα.

Η κτηνοτροφία στο Αργαστήρι ήταν οικόσιτη με πρόβατα και κατσί­κες τα οποία έβοσκαν στις πλαγιές με την επίβλεψη των βοσκών. Πλήθος μικρών πετρόκτιστων καλυβιών υπάρ­χουν στις γύρω πλαγιές, τα «σπιτάκια», που έκτιζαν οι βοσκοί για να προφυ­λάσσονται από τις ξαφνικές μπόρες. Σχεδόν κάθε σπίτι είχε και την αγε­λάδα, το γαϊδούρι ή το μουλάρι και το χοίρο του, που έσφαζαν τα Χριστού­γεννα.

Σήμερα η οικονομία του χω­ριού βασίζεται στο λάδι. Έχουν φυτευ­τεί αρκετά νέα ελαιόδεντρα και το χει­μώνα έρχονται και από τα Χανιά για να μαζέψουν το λάδι τους. Κανένα χω­ράφι πια δεν καλλιεργείτε, εκτός από λιγοστούς κήπους που παράγουν τα αναγκαία κηπευτικά για τους λιγο­στούς κατοίκους. Στην κτηνοτροφία σήμερα υπάρχουν μόνο λίγα πρόβατα και κατσίκες που βόσκουν μέσα σε περιφραγμένα χωράφια (φράκτες). Οι πλαγιές του χωριού πάνω από αυτό είναι πια βοσκότοπος ξένων.

Οι χειμώνες στο Αργαστήρι τα χρόνια εκείνα ήταν δριμύς. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα για μέρες και οι άν­θρωποι κλείνονταν μέρες στα σπίτια τους, έχοντας κάνει προμήθειες σε ξύλα, τρόφιμα και ζωοτροφές. Τα Χρι­στούγεννα έσφαζαν τους χοίρους τους και τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα παίρ­νοντας «καλοχαιρίδια», αμύγδαλα, κα­ρύδια, κάστανα, ένα αυγό ή λίγο λάδι σε ένα μπετονάκι που κρατούσαν. Τις Απόκριες ντυνόντουσαν μασκαράδες ενώ το Πάσχα ετοίμαζαν τον αφανό και τον Ιούδα που έκαιγαν την νύχτα της Ανάστασης στον Αϊ – Γιώργη.

Την άνοιξη και το καλοκαίρι, τα παιδιά μαζεύονταν στη Βρύση, στη καρυδιά στα Μαλανδριανά ή εκεί που έβοσκαν τα πρόβατα τους και έπαιζαν, έφτιαχναν πλάκες – παγίδες για τα πουλιά ή έκαναν μπάνιο γυμνά στις Κουφάλες. Οι μεγάλοι μαζευόταν στα σπίτια και στα καφενεία για να απο­σπερίσουν και να συζητήσουν τα βά­σανα και τις χαρές τους. Υπήρχαν δυο – τρία καφενεία στο χωριό, τα «μαγα­ζιά» όπου μαζεύονταν οι άντρες συζη­τώντας και παίζοντας τάβλι ή πρέφα, ιδίως τις Κυριακές μετά την λειτουργία στον Αϊ - Γιώργη. Ήταν τα καφενεία του Αναστασογιάννη, του Ψαρογιάννη και του Μελογιώργη. Αργότερα έμει­ναν μόνο το πρώτο με καφετζή τον Γιώργη Αναστασάκη και του Φραγκιού Μαλανδράκη, ενώ σήμερα λειτουργεί από τον Αντώνη Αναστασάκη μόνο το πρώτο.

Σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του χωριού ήταν και οι τεχνίτες, αφού τα χρόνια εκείνα η μετακίνηση των ανθρώπων και των αγαθών ήταν δύ­σκολη υπόθεση. Υπήρχαν λοιπόν πολ­λοί κτίστες για τα σπίτια και τις πεζού­λες. Οι τοίχοι των σπιτιών ήταν πέτρι­νοι ενώ τα πατώματα («μισιές») και οι σκεπές φτιάχνονταν από ξύλα, πλάκες και πατημένο χώμα. Τα ξύλα αυτά, τα «μισοδόκια», έως το 1960 που ήρθε ο δρόμος, τα έφερναν από τη Μαδάρα, τις δυτικές πλαγιές των Λευκών Ορέων, απέναντι από την Αγία Ειρήνη. Πήγαιναν αρχικά δυο – τρεις και έκο­βαν τα δέντρα, τα καθάριζαν και τα πέταγαν από τον γκρεμό στο Αγερει­νιώτικο φαράγγι. Μετά τα σήκωναν στη πλάτη τέσσερις ως είκοσι άνθρω­ποι και τα έφερναν με πολύ κόπο στο Αργαστήρι. Απαιτούνταν μεγάλα έξοδα και σφάζονταν αρνιά για αυτή τη δουλειά. Άλλος τεχνίτης ήταν ο ντερ­μιτζής, ο σιδεράς δηλαδή, που έφτιαχνε σκαλίδες, τσεκούρια, γινιά (υνιά) για τα αλέτρια και άλλα εργαλεία (τελευ­ταίος ο Εμμ. Μελάκης) και ήταν και ο πεταλωτής για τα ζώα. Ο τζαγκάρης ήταν ο υποδηματοποιός που έφτιαχνε τα παπούτσια ή στιβάνια (τελευταίος ο Γιώργης Αναστασάκης) και ο τερεζής ο ράφτης που έραβε σαλβάρια και βράκες (Δ. Αναστασάκης). Οι μαρα­γκοί και καρεκλοποιοί έφτιαχναν πλε­κτές καρέκλες με ξύλα από το χωριό (Εμμανουήλ Αναστασάκης και Χρή­στος Καστρινάκης). Ο Ανδρέας Μα­λανδράκης και ο Ν. Μελάκης παρήγαν μετάξι από κουκούλια που είχαν σε μουριές στο Βρυσί, στα Σκουλουδιανά και στη Βρύση. Ο Γιάννης Μελάκης («Κουφός») έφτιαχνε από πλάκες πυ­ρομάχια και καλιτσουνόπιτες τις οποίες μετέφερε στα γύρω χωριά στον ώμο του.

Ανεκτίμητες υπηρεσίες στους ανθρώπους (κυρίως σε ορθοπεδικά περιστατικά - κατάγματα / εξαρθήματα) αλλά και στα ζώα τους, προσέφεραν οι πρακτικοί γιατροί, ο Εμμανουήλ Κων. Μαλαντράκης (Χατζής) και αργότερα ο Γιώργης Εμμ. Αναστασά­κης. Κανονικός γιατρός ήταν δύσκολο να έρθει αν και υπήρχε στον Καμπανό, ο Παπατζανής και στην Κάντανο. Υπήρχε και πρακτική μαία (μαμή) στο χωριό, η Χειλαδάκη Αικατερίνη (Χει­λαδογιάννενα).

Κυρίαρχη θέση στη ζωή του χωριού η θρησκεία, με κέντρο της την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Οι πι­στοί και θεοσεβούμενοι Αργαστηρια­νοί έκαναν εκεί τους γάμους, τα βαπτί­σια αλλά και τις κηδείες τους. Στις λει­τουργίες μαζεύονταν όλο το χωριό με ευλάβεια για να ακούσει το Θείο λόγο. Δύο φορές τον χρόνο, στις 23 Απριλίου και κυρίως στις 3 Νοεμβρίου πλήθος κόσμου μαζευόταν και μαζεύεται από τα γύρω χωριά και όλο το χωριό πανη­γυρίζει τον μεγαλομάρτυρα και τρο­παιοφόρο Άγιο προστάτη του. Το Νο­έμβρη στο πανηγύρι δοκίμαζαν και τα καινούργια κρασιά, έθιμο που ακόμα τηρείται.

Τα τελευταία χρόνια, ο Εμμ. Καστρινάκης έχει οργανώσει με πολύ μεράκι ένα μικρό Λαογραφικό Μουσείο, που στεγάζεται στο σπίτι του στο χωριό. Οι παραπάνω φωτογραφίες είναι από τον πολύ αξιόλογο αυτόν χώρο.

Οι πρώτες αναφορές στο Αργαστήρι
















                                                 
           Η κοντινότερη αρχαία πόλη στο Αργαστήρι είναι η Έλυρος, στο Ροδοβάνι. Στα διπλανά Τσισκιανά, βρέθηκε το 1987 ένα αρχαίο αγροτικό ιερό, το οποίο από τους αρχαιολόγους τοποθετείτε χρονολογικά στους ελλη­νιστικούς χρόνους και στο οποίο υπήρ­χαν πλήθος από λίθινα αναθήματα, κυρίως βοδιών. Στο αγροτικό αυτό ιερό θεωρείτε ότι λατρευόταν ο Ποσειδώνας. Στον Καμπανό, στη θέση Καλογιάννης, βόρεια από τη γει­τονιά των Μπουλταδιανών, υπάρχουν ευρήματα της κλασσικής περιόδου. Ψηλά και ανατολικά του χωριού, στο σπήλαιο Καμίνι, βρέθηκαν ρωμαϊκοί τάφοι, λαξευτοί στο βράχο, και ημιθό­λια. Όλα τα παραπάνω ευρήματα απο­δεικνύουν ότι η περιοχή είναι κατοικη­μένη από τα κλασσικά χρόνια. Ίσως αν ποτέ γίνει ανασκαφή στο Αργαστήρι, να έρθουν στο φως κάποια ανάλογα ευρήματα.

Από την εποχή της Αραβοκρα­τίας, τον 9ο και 10ο μ.Χ. αι., σημειώθη­καν στη περιοχή άγριες συγκρούσεις Αράβων και Χριστιανών. Το 1539 το Σέλινο δέχτηκε επιδρομή των Σαρακη­νών πειρατών του Χάϊρεντίν Βαρβα­ρόσα, που κατέστρεψε το φρούριο της Παλαιόχωρας (Κάστελ Σέλινο) και λεηλάτησε την επαρχία, πιθανόν από τη Γαύδο, που ήταν ορμητήριο πειρατών εκείνα τα χρόνια.. Ανοίγοντας το δρόμο προς τη Σκάφη το 1976, βρέ­θηκε ένας τάφος στην τοποθεσία «Του Σαρακηνού το μουρί» και άλλοι δυο πιο κάτω, στον Πριναρέ, που πιστεύε­ται ότι είναι τάφοι νεκρών από την σύ­γκρουση Χριστιανών – Μουσουλμά­νων. Ο θρύλος αναφέρει ότι στη συ­νοικία του χωριού Σκουλουδιανά, έμε­ναν Σαρακηνοί πειρατές και ότι αυτοί μετά από κάποιο ατυχές περιστατικό που τους έτυχε στο Αργαστήρι, το κα­ταράστηκαν να ερημώσει. Του «Σαρακηνού το μουρί» (αλλά και τον Λουπόριακκο, τα Σκουλουδιανά στων Ψαρήδων τα σπίτια, και το «Σφανταχτόσπηλιο» κοντά στον Άγιο Βασίλη) οι παλιοί τα θεωρούσαν ως παράξενους τόπους, τόπους που «σφάνταζε». Σίγουρα η φαντασία τους έπλαθε μεταφυσικές ιστορίες σαν αποτέλεσμα παλιών θρύλων για Σαρακηνούς πειρατές, που ενισχύονταν από πλάκες που έκαναν κάποιοι τις νύχτες πετώντας πέτρες στους περαστικούς. Πλήθος τέτοιων ιστοριών για «σφανταχτά», Σαρακηνούς, «κατσαμπάουλες» και νεράιδες (στη Βρύση) υπήρχαν στο Αργαστήρι. Στο «Σφανταχτόσπηλιο» ακούγονταν και παράξενα σφυρίγματα από τον αέρα, ενισχύοντας τις δεισιδαιμονίες των παλιών.

Στην επανάσταση του Καντα­νολέοντα ενάντια στους Ενετούς, το 1570, όλα τα χωριά του Σελίνου έλα­βαν μέρος και ορισμένα από αυτά κα­ταστράφηκαν. Το χωριό αναφέρεται από τον Βενετό Fr. Barozzi το 1577 μαζί με τη Σκάφη ως “Skaffi et Ar­gastiri”. Πάλι μαζί με τη Σκάφη το αναφέρουν ο Πέτρο Καστροφύλακας 1583 με 139 κατοίκους (“Scafi et Ar­gastiri”) και ο Βενετός μηχανικός και αρχιτέκτονας, Φραντζέσκο Βασιλα­κάτα το 1630 (“Arghastiri et Scafi”). Στην απογραφή του Αντ. Τριβάν τον 17ο αι. για την περίοδο 1182 έως 1645, μεταξύ των 60 χωριών του Σελίνου αναφέρεται και το Αργαστήρι. Άρα το χωριό έχει ζωή πάνω από μισή χιλιετία αφού είναι σίγουρο ότι δημιουργήθηκε πριν από την πρώτη του αναφορά το 1577.

Στη τοποθεσία Καλογρές (που πήραν την ονομασία τους μάλλον από τα μικρά ανοιξιάτικα λουλούδια, τα οποία «είναι μικρογραφία καλογραίας κάτω νευούσης»), από τον Αγκαθέ έως τον Άγιο Βασίλειο υπάρχουν ερείπια σπιτιών και τάφοι. Ίσως το χωριό ήταν εκεί παλιά και ανέβηκε αργότερα ψηλότερα, στη ση­μερινή του θέση, πιθανόν λόγω του νερού που στέρευε στα χαμηλά το κα­λοκαίρι.

Το Αργαστήρι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας

Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Σέ­λινο το 1653 και έμειναν ως το 1897-8. Η καταπίεση σ’ αυτή τη πε­ριοχή της Κρήτης είναι τόσο τρομερή που ολό­κληρα χωριά του Σελίνου τούρκεψαν. Στο Αργαστήρι κατοίκη­σαν Τούρκοι, που έμεναν στα Χειλαδιανά (στα Χου­σιανά, προς τον Καψό, που ονομάστη­καν έτσι από κάποιον Τούρκο, Χουσή) στα Σκουλουδιανά και το κέντρο του χωριού.

Στην απογραφή (ναχιγές) του 1650, το Αργαστήρι αναφέρεται μαζί με τη Σκάφη και τον Καμπανό, έχοντας 31 οικογένειες και 4 άγαμους. Από τα 50 χωριά του Σελίνου, τα 28, μεταξύ των οποίων και το Αργαστήρι, ήταν τιμάριο στρατιωτών και γενιτσάρων, ενώ τα υπόλοιπα ήταν χάσια του Σουλτάνου. Το Αργαστήρι δηλαδή ήταν μεταξύ αυτών που βρίσκονταν σε πολύ δυσχερότερη θέση από άποψη αυθαιρεσιών, καταπίεσης και φορολογικής εξαθλίωσης.

Το Αρ­γαστήρι πράγματι για κάποιο διάστημα ήταν έδρα φοβερών γενιτσάρων. Πρόκειται για τις οικογέ­νειες Τζελέπηδες και Τζιντζαράπηδες. Ίσως αυτοί κατέστρεψαν την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στα Σκουλου­διανά (κατά μια άλλη εκδοχή, την κα­τέστρεψαν πολύ νωρίτερα οι Σαρακη­νοί).

Το 1812 ο Χατζή Οσμάν Πασάς, με εντολή του Σουλτάνου, εκκαθάρισε το Αργαστήρι, όπως και όλη την Κρήτη, από τους γενίτσαρους που εί­χαν αποθρασυνθεί πια τελείως. Αργό­τερα οι Τούρκοι θα φύγουν τελείως από το χωριό.

Το 1822 έγινε μια φοβερή μάχη στα ΒΑ του Αργαστηρίου. Επικεφαλής των Ελλή­νων ήταν ο Νικηφόρος Χατζηδάκης με 400 άντρες και τη βοήθεια του σελινιώτη οπλαρχηγού Τσίσκου με 60 άντρες. Ο Χατζηδάκης γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων το 1785. Είχε εκλεγεί οπλαρ­χηγός Σελίνου στην επανάσταση του 1821, μετά το θάνατο του Γεώργιου Δασκαλάκη ή Τζελεπή, εγγονού του Δασκαλογιάννη και μέλους της Φιλικής Εταιρίας, τον Ιανουάριο του 1822. Επικεφαλής των 2.000 Τούρκων, ήταν ο τρο­μερός Καούρης, αγάς της Καντάνου, αιμοβόρος και άγριος πολεμιστής. Αρχικά οι Έλληνες φαίνεται να νικούν, όμως στην εξέλιξη της μάχης και μπροστά στην αριθμητική υπεροχή των τούρκων, οι Έλληνες τράπηκαν σε φυγή. Έμεινε μόνο ο Χατζηδάκης και λίγα παλικάρια του, τα οποία αντιμε­τώπισαν τους Τούρκους μέχρις εσχά­των και βρήκαν όλοι ηρωικό θάνατο. Ο απολογισμός τα μάχης ήταν 12 νεκροί και 60 τραυματίες.

Το χωριό αναφέρεται ξανά στην Αιγυπτιακή απογραφή του 1834, μαζί με τη Σκάφη ως Scafi Ergasteri” με 27 χριστιανικές και 10 τουρκικές οικογένειες.

Ο Robert Pashley (1805 – 1859), Άγγλος ελληνομαθής και αρ­χαιομαθής περιηγητής, περιηγήθηκε στην Κρήτη από το Φεβρουάριο έως το Σεπτέμβριο του 1834 μαζί με τον Ισπανό χαράκτη Signor Antonio Scratz που έφταιξε διάφορα χαρακτικά, λιθο­γραφίες και ξυλογραφίες (το Ροδοβάνι, την Έλυρο, την Υρτακίνα, την Κά­ντανο κ.α.). Ο Pashley έγραψε το δί­τομο έργο “Travels in Crete”(Λονδίνο, 1837), στο δεύτερο τόμο του οποίου αναφέρεται στο Αργαστήρι. Από την Μάλτα έφτασε στα Χανιά, στην Κίσ­σαμο, από εκεί στη Κάντανο και μέσω του Κουφαλωτού διέσχισε το Σταυρό φτάνοντας στο Αργαστήρι, στις 1 Μα­ΐου 1834. Ας δούμε τι λέει:

«…Από τον Κουφαλωτό αρχί­ζουμε την ανάβαση προς τα ανατολικά, που διαρκεί τουλάχιστον τρία τέταρτα. Φτάνοντας στην κορυφή του βουνού έχουμε μια θέα που εκτείνεται στα βό­ρεια προς το ακρωτήριο Σπάθα με όλη την πεδιάδα της Κισσάμου, και στα νό­τια προς την Αφρικανική θάλασσα με τα βουνά του Σελίνου μέχρι κι αυτά του ακρωτηρίου της Γραμβούσας. Σε τούτη τη κορυφή υπήρχε η εκκλησία του Τι­μίου Σταυρού που κατέλαβαν οι Τούρ­κοι στην πρώτη περίοδο του πολέμου και απ' όπου με δυσκολία τους έδιωξαν οι Έλληνες. Κοιτώντας πίσω διακρί­νουμε την άκρη της κοιλάδας που βρί­σκεται η Κάντανος, περιτριγυρισμένη σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από βουνά. Ωστόσο, τον δεύτερο χρόνο του πολέμου οι 'Έλληνες επιτέθηκαν στους μωαμε­θανούς του Σελίνου που είχαν συγκε­ντρωθεί σε αυτή την περιοχή.

Κατηφορίζουμε μέχρι τις έξι, οπότε αφήνουμε στα αριστερά τα Λου­κιανά και αρχίζουμε μια μικρή ανά­βαση. Περνάμε την Σκάφη και στις έξι και είκοσι φτάνουμε στο «Εργαστήρι». (Το Εργαστήρι, είναι πιο γνωστό ως Αργαστήρι). Διανυκτερεύουμε στο σπίτι του γραμματικού. Το ίδιο απόγευμα η ασυνήθιστη εμφάνιση των ευρωπαίων ταξιδιωτών συγκέντρωσε δέκα ή δώδεκα στο σπίτι του οικοδεσπότη μας. Μερικοί μάλιστα ήταν από άλλα χωριά. Σε λίγη ώρα όμως κατόρθωσα να καθησυχάσω τους φόβους τους, και άρχισα τις ερωτήσεις για τον αριθμό των σπιτιών σε αυτό, αλλά και στα γειτονικά χωριά. Ένας από αυτούς, που όπως έμαθα αργότερα ήταν μωαμεθανός, ψιθύρισε αμέσως στον οικοδεσπότη μου: «μην του πεις, θα τον έχει στείλει ο πασάς για να μά­θει πόσα σπίτια είναι και να τα φορολο­γήσει». Δεν αναφέρω το περιστατικό ως κάποια ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά αντί­θετα για να δείξω την έλλειψη εμπιστο­σύνης που αντιμετώπιζα μόλις έφτανα σε κάποιο χωριό. 'Ήταν μάλιστα συχνό το πρόβλημα ώστε κάθε μέρα έπρεπε να συζητώ μισή ως μία ώρα με τους αν­θρώπους πριν αρχίσω τις ερωτήσεις για το θέμα που με ενδιέφερε. Εάν, ωστόσο, άρχιζα τις ερωτήσεις πριν κερδίσω την εμπιστοσύνη τους, δεν θα έπαιρνα ποτέ απάντηση: κανείς δεν ήξερε τίποτα.

Το βράδυ οι συγκεντρωμένοι χωρικοί μου επιβεβαίωσαν όλα όσα είχα μάθει αναφορικά με τα χωριά και τον πληθυσμό του Σελίνου. Είδα δε, όπως το ήλπιζα, ότι σε κάθε περίπτωση αυτά που ήξερα ήταν σχεδόν απολύτως σωστά. Κατόπιν άκουσα μερικά τρα­γούδια όπου υμνούνται τα γεγονότα του πολέμου: ένα ήταν για το θάνατο του Τζελεπή στον τόπο που περάσαμε το απόγευμα. Τελικά, οι χωρικοί άρχισαν να λένε τα προβλήματά τους: μου μίλη­σαν για τις ενέργειες της κυβέρνησης, για τις σκληρές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, για τους φόρους στα δέρματα των στιβανιών, για τη δεκάτη στα αμύ­γδαλα και στο μετάξι, για την πιάστρα που πλήρωναν σε κάθε μίστατο του κρασιού τους και για διάφορους άλλους εκβιασμούς, υποστηρίζοντας ότι τα πα­ραπάνω ωθούν όλους, χριστιανούς και μωαμεθανούς, να αναζητούν τους Φρά­γκους, μια δηλαδή ευρωπαϊκή δύναμη που θα αντικαταστήσει τους Αιγυπτίους. 'Ένας από αυτούς είπε αστειευόμενος: "Θα έπρεπε να προτιμώ τον Τούρκο γιατί έχω κάτι παλιά φράγκικα ελαιόδε­ντρα, και υποθέτω ότι αν επιστρέψουν οι Φράγκοι θα με βάλουν να τα πλη­ρώσω". Είναι βέβαια πιθανόν τα ελαιό­δεντρα του να υπήρχαν πολύ πριν οι ενετοί χάσουν το νησί .

Μερικοί από τους χωρικούς εί­παν ότι, μολονότι είχαν πληροφορηθεί για την παρουσία μου χθες στο Ροδο­βάνι, δεν το πίστεψαν. 'Όταν τους ρώ­τησα το γιατί, απάντησαν: «επειδή μας είπαν ότι έγραφες πολλά για τα ελληνικά ερείπια που εμείς δεν καταλαβαίνουμε, αλλά τώρα που το βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια το πιστεύουμε». Δικαιολο­γημένα ίσως δεν πίστεψαν σε ένα γεγο­νός τόσο σπάνιο στο Σέλινο, μέχρι βέ­βαια που πείσθηκαν για την ύπαρξή του με τις ίδιες τους τις αισθήσεις, όταν δη­λαδή είδαν, άκουσαν και μίλησαν μαζί μου. Η συντροφιά έμεινε σχεδόν μέχρι τα μεσάνυχτα...»
Οι Αργαστηριανοί μιλούν στον Pashley για τα βάσανα τους και τα βάρη της φορολογίας, μιλούν ακόμα και για κάμπιες που έφαγαν τα αμπέλια τους! Ο Pashley αναφέρει εντυπωσια­σμένος τις μεγάλες ελιές του Σελίνου και το πόσο πολύ λάδι βάζουν στα φα­γητά τους. Δίνει τον πληθυσμό της αι­γυπτιακής απογραφής (27 ελληνικές και 10 τουρκικές οικογένειες, περίπου 200 άτομα δηλαδή) και υπολογίζει τον πληθυσμό του Σελίνου σε 500 ελληνι­κές και 451 τουρκικές οικογένειες. Το γεγονός ότι ο Pashley επισκέφτηκε το Αργαστήρι και το ότι αναφέρει ότι το χωριό έχει γραμματικό (δεν αναφέρει το όνομα του για να τον προστατέψει), φανερώνει ότι ήταν σημαντικό χωριό της περιοχής. Φαίνεται όμως και το ότι οι κάτοικοι τραγουδούν πατριωτικά τραγούδια παρά την παρουσία ενός τουλάχιστον Τούρκου. Την επόμενη, 2 Μαΐου 1834 φεύγει για το Επανωχώρι, Αγία Ειρήνη και Ομαλό.

Από το Αργαστήρι πέρασε και ο άλλος μεγάλος περιηγητής του Σελί­νου, ο γάλλος γεωλόγος και τοπογρά­φος Victor Raulin, το 1845.

Ο δρόμος της εποχής για τα Χανιά που εξυπηρετούσε τα γύρω χω­ριά περνούσε από το Αποπηγάδι. Οι Τούρκοι είχαν στρατιωτικό φυλάκιο εκεί, το «Καρακόλι», το οποίο είχε ένα χώρισμα για τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους που διανυκτέρευαν στις κακοκαιρίες. Στη φρουρά του υπηρέτησαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. δύο Αργαστηριανοί, οι Ιωάννης Κ. Μαλανδράκης και Εμμανουήλ Ι. Με­λάκης. Ο Αϊ – Ζήνας είναι η κορυφή του Αποπηγαδιού (1.331 μ.) και εκεί υπάρχει το ομώνυμο εκκλησάκι, ερειπωμένο σήμερα. Τιμάει τη μνήμη του Αγίου Ζήνα, ίσως έναν από τους Εβδομήκοντα. Η γιορτή του Αγίου είναι στις 27 Σεπτεμβρίου, όμως, άγνωστο γιατί, το πανηγύρι γινόταν στις 1 Μαΐου στο ίσιωμα Χορεύτρα στη πηγή «Του Σκουτελέ ο πλάτανος». Οι Σελινιώτες έλεγαν ότι οι τρεις «ορεινοί» άγιοι τους, ο Αι – Ζήνας, οι Άγιος Θεόδωρος στον Ομαλό και ο Αι – Δίκαιος έπαιζαν μεταξύ τους βόλι. Στο Αποπηγάδι υπήρχαν χωράφια Αργαστηριανών (Γ. Ε. Μαλανδράκης) που σπέρνονταν με σίκαλη ως το 1950. Οι Τούρκοι ήθελαν να κατα­σκευάσουν πύργο εκεί με αγγαρεία χριστιανών, όπως στη κορφή του Σταυρού (που ονομάζεται Πύργος λόγω του Τουρκικού στρατιωτικού πύργου, αλλά δεν μπόρεσαν. Ο Εμμ. Λαμπρινάκης το 1890 λέει πως ο Σταυρός πήρε το όνομα του από ομώνυμο ναό που υπήρχε εκεί.

Κατά τον Μεγάλο Σηκωμό, την Επανάσταση του 1866, στο Αργα­στήρι και συγκεκριμένα στη θέση Πλακάκια, είχε δημιουργηθεί το ένα από τα πέντε στρατόπεδα των Ελλήνων επαναστατών, που είχαν δημιουργηθεί πριν την επίθεση κατά της Καντάνου από τους Σελινιώτες. Αρχηγοί του στρατοπέδου Αργαστηρίου ήταν ο Γε­ώργιος Κορκίδης, οπλαρχηγός του Σε­λίνου στις επαναστάσεις του 1841 – 1858, 1866 - 1869 και 1878 και ο Ανα­γνώστης Παπαγιαννάκης, οπλαρχηγός και πληρεξούσιος Σελίνου στην επα­νάσταση του 1866 και μετέπειτα Πρό­εδρος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών και της μέλος της Προσωρινής Κυβέρνησης. Η επίθεση κατά του Πύργου, στην κορυφή του βουνού Σταυρός, ανατολικά του Αργαστηρίου και η επίθεση κατά της Καντάνου, στα μέσα Αυγούστου, ήταν οι πρώτες πρά­ξεις της επανάστασης του 1866.

Κατά την επανάσταση του 1866-69, οι τούρκοι επισκεύαζαν το δρόμο της εποχής που οδηγούσε από τα Παλιά Ρούματα στο Αποπηγάδι. Στις 17 Μα­ΐου 1868, έγινε επίθεση κατά των Τούρκων στο Αργαστήρι και έγινε και μια μικρή μάχη στη θέση Πλακάκια μάλλον.

Το 1881 γίνεται ξανά απογραφή κατά την οποία το Αργαστήρι αναφέ­ρεται ότι ανήκει στο Δήμο Καμπανού με 114 χριστιανούς κατοίκους (50 άντρες και 64 γυναίκες). Η Σκάφη είχε τότε 136 χριστιανούς και 10 τούρκους, ενώ το Σέλινο - το 1890 - έχει 7.635.

Το Αργαστήρι στα νεότερα χρόνια

Το 1900 το Αργαστήρι συνεχίζει να ανήκει διοικητικά στο Δήμο Κα­μπανού και έχει 115 κατοίκους. Το Σέλινο τον ίδιο χρόνο έχει 9.933 και 33 Δημοτικά σχολεία. Από την απογραφή του 1920 και μετά το Αργαστήρι βρί&σκεται διοικητικά στη νεοσύστατη Κοινότητα Σκάφης.

Ο δρόμος από τον Σέμπρωνα έφτασε μέσω του Καμπανού στη Σού­για το 1952. Με φτωχά μεροκάματα αλλά και με προσωπική εργασία των κατοίκων ανοίχτηκε ο δρόμος από τα Τσισκιανά έως το Αργαστήρι, δύσκολο έργο που τελείωσε το 1958.

Το 1958 τοποθετήθηκε και το πρώτο τηλέφωνο στο Αργαστήρι, το οποίο ήταν και το μοναδικό μέχρι τη δεκαετία του '90.

Το σχολικό έτος 1958 - 59 ιδρύθηκε το Μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο Αρ­γαστηρίου. Στεγάστηκε στα Σκουλουδιανά, στο σπίτι του δάσκαλου Ν. Μαλανδράκη. Μέχρι τότε τα παιδιά πήγαιναν σχολείο στη Σκάφη και ακόμα παλιό­τερα στο Καμπανό. Το 1961 αρχίζει η ανέγερση του κτιρίου του σχολείου που τελείωσε τον επόμενο χρόνο και κόστισε 160.000 δραχμές. Αποτελού­ταν από μια αίθουσα διδασκαλίας και δύο μικρά δωματιάκια όπου κατοικούσε ο δάσκαλος. Το σχολείο είχε τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του (1958-9) 26 μαθητές και έκλεισε το 1969 όταν από τους 7 μαθητές του αποφοιτήσαν οι 4. Οι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στο Αργαστήρι είναι οι παρακάτω: Κακουράκης Ι., Γαλανάκης Εμμ. επί 7 έτη, Κοϊνάς Γ., Μαυρακάκης Χαρ., Παπαραφτάκης, Αγγελάκη Σοφία, Περβολαράκης Μιχ. Σήμερα το σχολείο είναι εγκαταλειμμένο και μένει να θυ­μίζει τις καλύτερες στιγμές του χωριού.

Τον Απρίλιο του 1969 η ΔΕΗ ηλεκτροδότησε το Αργαστήρι, καταργώντας τους λύχνους που φώτιζαν μέχρι τότε τα σπίτια του.

Το 1976 άρχισε η κατασκευή του δρόμου προς τη Σκάφη μέχρι τον Πριναρέ. Το 1977 έφτασε στα Γναφιανά και το 1983 έφτασε τελικά στη Σκάφη. Τον ίδιο χρόνο πήγε ο δρόμος και στις συνοικίες του χωριού, στα Μαλαντριανά - Καντηλιεριανά και στα Χειλαδιανά – Ψαριανά. Το 1984 ανοίχτηκαν αγροτικοί δρόμοι στις Καλογρές, στου Χαράκου και στα Σκαφιδάκια. Τον Ιούλιο του 1997, 39 χρόνια μετά, ο δρόμος από τα Τσισκιανά έως το Αργαστήρι ασφαλτοστρώθηκε. Ένα όνειρο πολλών για δεκαετίες πραγμα­τοποιήθηκε και γιορτάστηκε στη πλατεία τη Κυριακή 17/8/97, αλλά άργησε και βρήκε το χωριό σχεδόν έρημο πια.

Στις 1/1/1999 με το σχέδιο Καποδίστριας καταργήθηκαν οι παλιές κοινότητες. Το Αργαστήρι και η Σκάφη υπάγονται πια στο Δήμο Ανατολικού Σελίνου, με έδρα τον Καμπανό. Από τις 1/1/2011, βάση του Σχεδίου Καλλικράτης, ο Δήμος Ανατολικού Σελίνου καταργείται και ενσωματώνεται μαζί με τους Δήμους Καντάνου και Πελεκάνου, στο νέο Δήμο Καντάνου-Σελίνου με έδρα την Παλαιόχωρα.

Σήμερα το Αργαστήρι ακολουθεί τη μοίρα όλων των ορεινών χωριών του Σελίνου, της Κρήτης, της ελληνικής επαρχίας. Αργοπεθαίνει. Η αστυφιλία δεν αφήνει να γίνουν νέες οικογένειες και στον Αι Γιώργη έχει να γίνει γάμος και βάπτιση πάρα πολλά χρόνια. Μόνο κηδείες γίνονται πια. Ένας ένας που φεύγει παίρνει μαζί του και ένα κομμάτι από τη ζωή στο Αργαστήρι, που - με πόνο ψυχής διαπιστώνεται – σε λίγα χρόνια θα είναι παντελώς έρημο.

Τα καλοκαίρια η κατάσταση είναι ελαφρώς καλύτερη. Ορισμένοι από αγάπη για τα πατρικά τους χώματα έχουν ανακαινίσει τα σπίτια τους και έρχονται από τα Χανιά και την Αθήνα, - το χειμώνα λιγότερο, για να μαζέψουν τις ελιές τους – για να θυμηθούν τα μέρη που έπαιζαν παλιά, να πιουν νερό από τις Κουφάλες, να περπατήσουν μέχρι τα Έξω Αμπέλια, να παίξουν πρέφα κάτω από την κρεβατίνα στο καφενείο διηγούμενοι ιστορίες για τους παλιούς που έφυγαν και να ακούσουν την κουκουβάγια το βράδυ στο πένθιμο μονότονο τραγούδι της στα δέντρα…..